Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

2021

  2021 και η google μας ενημέρωσε πως θα διαγραφούν λογαριασμοί που είναι ανενεργοί, πάνω από δυο χρόνια.

Τρέχα γύρευε, τώρα.

15 χρόνια δουλειάς, (ήμαν νια και γέρασα) με κόπους και πόνους, δεν τα διαγράφεις, έτσι, απλά, κυρία google.

Ζωή απ' τη ζωή μας, σου χαρίσαμε... και δεν έχασες!

Κι ότι μας χάρισες, έτσι απλά: "θα το διαγράψεις".

Σαν να μην υπήρξαμε...

Υπήρξαμε όμως και θες δε θες, κάποιοι θα μας θυμούνται και χωρίς τα ενθύμια.

Έδωσες και προθεσμία: 21/1/21 !

Ότι μπορώ, κι ότι προλάβω, σε καιρό που τρέχουν πολύ σοβαρότερα προβλήματα, για όλον τον κόσμο.

Έτσι, για να μην πω, πως δεν προσπάθησα, αφού είμαι ακόμα ζωντανή.

Νιώθω πως μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω...

Πάνω από 150 blog, εργατοώρες... βάλε και 24ωρα ολόκληρα (συχνάκις)

περαστικό κυκλάμινο του βουνού, εκ Πηλίου ορμώμενο...

Θες δε θες, θα με θυμάσαι.


Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΓΡΑΨΑΝ ΠΑΙΔΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΓΡΑΨΑΝ ΠΑΙΔΙΑ



ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ




Μια ιστορία που την έγραψαν παιδιά



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



Η Χαδιάρα σελ......
Ο Εντουαρτ
Το μυστικό
Το σχέδιο σε δράση
Μικροί-μεγάλοι κηδεμόνες
Το γατάκι της αυλής
Απουσία
Τα παιδιά ξέρουν καλύτερα



Aφιερωμένο στα παιδιά
και σε όσους αισθάνονται παιδιά




Αν ήταν παραμύθι, θα ξεκινούσα με το γνωστό,
<< Μια φορά κι έναν καιρό...>>
Η ιστορία όμως που θα σας διηγηθώ είναι αληθινή και την έγραψαν παιδιά. Την έγραψαν με τις πράξεις τους, όπως εκείνα ξέρουν, χωρίς μελάνη, αλλά με πολλή αγάπη και αθωότητα. Εγώ την έμαθα στην πορεία απ' τα ίδια τα παιδιά και τους υποσχέθηκα να βάλω τη μελάνη. Ας με συγχωρήσουν τα παιδιά αν κάπου αυτή η μελάνη έπεσε περισσότερη ή λιγότερη. Να θυμούνται πως αυτό το βιβλίο γράφτηκε γι' αυτά μόνο με αγάπη. Αλλωστε, τα παιδιά
<< ξέρουν καλύτερα >>. Το απέδειξαν το καλοκαίρι του '94 στους μεγάλους και ειδικά σε μένα.
Ας σας διηγηθώ τώρα την ιστορία τους παίρνοντας τα πράγματα απ' την αρχή. Ολα ξεκίνησαν απ' την αγάπη όλων μας για τα γατάκια.


Η ΧΑΔΙΑΡΑ



Ενα βράδυ που είχαμε βγει έξω για φαγητό, ήρθε κοντά στο τραπέζι μας, ένας απρόσκλητος φίλος. Ηταν ένα πεινασμένο γατάκι. Το πήραμε αγκαλιά και του δώσαμε να φάει. Τα παιδιά ήταν πολύ χαρούμενα. Στα μάτια της Αννας όμως διάβασα κάτι:
<< Μαμά, σε παρακαλώ, πάρ' το σπίτι μας. Σε παρακαλώ!>>
Μα... δεν έλεγε τίποτα. Μόνο με κοίταζε αμίλητη. Τα μάτια της συνέχιζαν να μου μιλούν, μα εγώ προσποιήθηκα πως δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν.
Οταν ήρθε η ώρα να φύγουμε είδα και τα δυο παιδιά μου λυπημένα γιατί θα αποχωρίζονταν το γατάκι. Εκείνο πάλι, δεν έφευγε από κοντά μας και η αποχώρηση άρχισε να γίνεται δύσκολη.
-Αντε παιδιά! Φεύγουμε! Δεν θα πάμε σπίτι μας απόψε; τους είπα σοβαρή.
-Ναι μαμά. Ερχόμαστε, είπαν και τα δυο.
Βλέποντάς τα να έρχονται κοντά μας λυπημένα και χωρίς το γατάκι, τους έκανα την έκπληξή μου.
-Το γατάκι δεν το θέλετε μαζί σας;
Με κοίταξαν και τα δυο απορημένα.
-Μα μαμά, είπε ο Πάνος, δεν είναι δικό μας.
-Δεν ήταν. Τώρα όμως είναι, είπα χαμογελώντας.
-Πώς είναι; Το ζήτησες απ' τον κύριο; ξαναρώτησε.
-Ναι Πάνο. Τί θα γίνει τελικά; Θα το πάρετε ή δεν το θέλετε;
-Και βέβαια θα το πάρουμε, είπε η Αννα, ενώ έσκυψε και το πήρε στην αγκαλιά της.
Εγώ νωρίτερα - αφού πρώτα συνεννοήθηκα με τον άντρα μου - πήγα στην κουζίνα και μίλησα με το αφεντικό της ταβέρνας.
-Δικό σας είναι το γατάκι; τον ρώτησα.
-Αδέσποτο είναι. Ερχεται εδώ τα βράδια για να φάει, μου είπε ο κύριος, ενώ σκάλιζε τα κάρβουνα για να ψήσει τις μπριζόλες που του είχαν παραγγείλει οι πελάτες του.
-Μπορώ να το πάρω για τα παιδιά; τον ρώτησα.
-Και το ρωτάς; Πάρ' το, είπε ο ταβερνιάρης.
-Ευχαριστώ πολύ, του είπα. Θα χαρούν πολύ τα παιδιά.
Και πράγματι. Τα παιδιά τρελάθηκαν απ' τη χαρά τους. Σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι τραγουδούσαν:
<< Νιάου, νιάου βρε γατούλα,με τη ροζ μυτούλα.....>>
Οταν φτάσαμε σπίτι ασχοληθήκαμε με το γατάκι. Εγώ το έκανα μπάνιο. Τα παιδιά ετοίμασαν τη γωνιά του: ένα κουτάκι μέσ' το αποθηκάκι με τον καυστήρα του καλοριφέρ για να ζεσταίνεται. Του δώσαμε γαλατάκι να πιεί, γιατί ήταν πολύ μικρό. Στην ταβέρνα πρόσεξα ότι δεν μπορούσε να μασίσει και μόνο έγλυφε το ψαράκι που του δώσαμε. Επειδή ήταν θηλυκό και πολύ χαδιάρικο, το βαφτίσαμε:

<< Χαδιάρα >>

Την άλλη μέρα, πήγαμε τη Χαδιάρα στον κτηνίατρο. Της αγοράσαμε ένα κουδουνάκι για το λαιμό και ένα ξύστη για τα νύχια της. Ετσι θα γλύτωνα και τα επιπλά μου. Ο γιατρός την εμβολίασε και έτσι, εγώ ήμουν πιό ήσυχη, για την υγεία των παιδιών και της Χαδιάρας.
Σε μια βδομάδα η Χαδιάρα είχε προσαρμοστεί με το οικογενειακό μας περιβάλλον. Τα παιδιά βρήκαν ένα ζωντανό παιχνίδι κι αυτό τα έκανε πολύ ευτυχισμένα. Ο Πάνος την έπαιζε με τις μπίλιες του και με τ’ αυτοκινητάκια του, ενώ η Αννα την έπαιζε με το καρότσι της κούκλας της. Την πήγαινε βόλτα σε όλα τα δωμάτια. Τη νανούριζε για να κοιμηθεί. Η Αννα ήταν η μαμά. Ακόμη και ο Πάνος την έκανε βόλτες με το καρότσι. Ηταν ο μπαμπάς και σαν καλός μπαμπάς έπρεπε να βοηθήσει τη μαμά. Η Χαδιάρα ήταν το μωρό τους. Αλλο που δεν ήθελε κι αυτή!
Η Χαδιάρα είχε κλέψει την παράσταση μέσ' το σπίτι. Κοντά της ξεχνιόμασταν κι εμείς οι μεγάλοι. Εγώ πολλές φορές τη φωτογράφιζα. Ηθελα ν' αποθανατίσω την κάθε τρελλή στιγμή της. Και είχε και τόσες πολλές....
Ομως, τη δεύτερη βδομάδα προσέξαμε όλοι μας ότι το τρίχωμα της Χαδιάρας άρχισε ν' αραιώνει παράξενα κι εμείς ξυνόμασταν συνέχεια. Την πήγαμε στον γιατρό της και:
-Δυστυχώς, το γατάκι σας έχει τριχοφυτίαση, είπε ο γιατρός.
-Δηλαδή θα πεθάνει; ρώτησε ο Πάνος.
Ηταν βλέπετε << ο μπαμπάς >>. Η Αννα κοίταζε την Χαδιάρα λυπημένη. Ηταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Εγώ και ο άντρας μου αφήσαμε τους πραγματικούς γονείς της Χαδιάρας, να μιλήσουν μόνοι τους. Αλλωστε, αυτοί ήταν οι κηδεμόνες της. Το έγραφε και το βιβλιάριο της Χαδιάρας: ΚΗΔΕΜΟΝΕΣ ΑΝΝΑ και ΠΑΝΟΣ
-Οχι Πανούλη. Δεν θα πεθάνει. Πρέπει όμως να την αποχωριστείτε για πολύ καιρό. Μέχρι να γίνετε καλά κι εσείς και η Χαδιάρα, είπε ο γιατρός.
-Γιατί; ρώτησε η Αννα κι έβαλε τα κλάματα. Δεν μπορούσε πια να τα κρατήσει.
Ο Πάνος προσπαθούσε να κρατηθεί. Να μην κλάψει μπροστά στο γιατρό. Ηταν άντρας και οι άντρες δεν κλαίνε.
-Γιατί η θεραπεία είναι δύσκολη και δεν μπορεί να γίνει στο σπίτι. Μη ξεχνάτε ότι μαζί της θα κάνετε κι εσείς. Αν μείνει μαζί σας, το αποτέλεσμα θα είναι να κολλάει ο ένας τον άλλο. Η θεραπεία αυτή θέλει πολλή καθαριότητα και μεγάλη προσοχή. Μη ξεχνάτε ότι κι εσείς είστε παιδιά κι ενώ μας ενδιαφέρει η υγεία της Χαδιάρας, πάνω απ' όλα, πρέπει να προσέξετε την δική σας υγεία, είπε ο γιατρός.
Τα παιδιά άκουγαν τον γιατρό που τους μιλούσε, με μεγάλη προσοχή. Εμείς προτιμήσαμε να μην ανακατευτούμε στη συζήτηση για να μην τα στεναχωρήσουμε περισσότερο. Αφήσαμε τον γιατρό να τους εξηγήσει μόνος του, για να καταλάβουν καλύτερα τι συμβαίνει. Αλλωστε, ήταν πολύ δύσκολο και σε μας γιατί ήταν η πρώτη φορά που αποφασίζαμε να πάρουμε γατάκι στο σπίτι και δυστυχώς ήμασταν άτυχοι. Φυσικό ήταν να στεναχωρεθούμε κι εμείς.
Τα παιδιά αν και καταλάβαιναν ότι είχε δίκιο ο γιατρός δεν μπορούσαν να φανταστούν την ζωή τους χωρίς αυτή. Τώρα πια, μετά απ' αυτά τα δυσάρεστα λόγια που τους είπε, σταμάτησαν να είναι οι κηδεμόνες τους και δεν τον ξαναρώτησαν τίποτα. Δεν μπορούσαν άλλωστε. Η στεναχώρια τους δεν τους βοηθούσε να κάνουν άλλη ερώτηση. Τότε αρχίσαμε τις ερωτήσεις εμείς, οι μεγάλοι κηδεμόνες.
-Τόσο δύσκολη είναι η θεραπεία; ρώτησα εγώ.
-Ναι δυστυχώς, είπε ο γιατρός. Θα χρειαστείτε αυτά τα φάρμακα κι εσείς και η Χαδιάρα.
Μόλις κατάλαβα τι είπε, έβαλα τα γιέλια. Μου φάνηκε πολύ αστείο, να κάνουμε εμείς οι άνθρωποι την ίδια θεραπεία με ένα ζώο. Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα την οικονομική άνεση και πάνω απ' όλα, την υποχρέωση, λόγω της υγείας των παιδιών μου, να επισκεφτώ ένα γιατρό για την υγεία ενός ζώου.
Εγώ όταν ήμουν μικρή, αν και είχα και γατάκια και σκυλάκια, η μαμά μου ήταν φτωχή και δεν μπορούσε να πάει στο γιατρό ούτε εμένα που ήμουν παιδί της. Ετσι, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σε κάποια κοινή αρρώστια θα μπορούσαν να θεραπευτούν άνθρωποι και ζώα με τα ίδια φάρμακα.
-Είναι φυσικό, είπε ο γιατρός. Αφού έχετε το ίδιο μικρόβιο. Στη συνταγή ο γιατρός έγραφε μια αλοιφή και χάπια.
-Θα προσπαθήσουμε να την κάνουμε σωστά, είπα.
-Θα δυσκολευτείτε πολύ, απάντησε εκείνος με μεγάλη σιγουριά.



Τελικά ο γιατρός είχε δίκιο. Ηταν πολύ δύσκολο για μας να πείσουμε την Χαδιάρα, να πιεί το γάλα με το χάπι. Ηταν πικρό και δεν της άρεσε. Ακόμη ποιό δύσκολο ήταν όταν έπρεπε να κάνω επάληψη όλο το κορμάκι της με την αλοιφή και μετά, τα δικά μας σημεία που είχαν πρόβλημα.
Η Χαδιάρα ήταν ένα τόσο παιχνιδιάρικο γατάκι, όπως είναι όλα τα γατάκια άλλωστε. Ηταν πολύ άνετη στις κινήσεις της, παρ' όλο το δικό μου περιορισμό. Γέμιζε αλοιφές όπου καθόταν. Σαλόνι, κρεββάτια, καρέκλες και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Τα παιδιά κι αυτά, παρ' όλο που τους είχα απαγορεύσει να την πιάνουν, τα είδα πολλές φορές να την σφίγγουν κρυφά στην αγκαλιά τους.
Τα πράγματα είχαν γίνει πολύ δύσκολα κι ενώ είχαμε μια βδομάδα που κάναμε θεραπεία, δεν υπήρξε καμμιά βελτίωση. Τότε αναγκαστήκαμε λόγω της υγείας των παιδιών να την ξαναπάμε στην ταβέρνα που την πήραμε.
Τα παιδιά στεναχωρέθηκαν πολύ, όπως κι' εγώ με τον άντρα μου, μα δεν γινόταν διαφορετικά. Για καλή μας τύχη, ήταν στην ταβέρνα και η γυναίκα του αφεντικού και δέχτηκε να κάνει την θεραπεία στη Χαδιάρα. Κυρά-Μαρία την έλεγαν και αγαπούσε πολύ τα γατάκια. Οσο για τα παιδιά....
-Γειά σου Χαδιάρα. Θα 'ρχόμαστε να σε βλέπουμε, έλεγαν και τα δυο.
Εμείς φυσικά, δεν τους χαλάσαμε το χατήρι. Αν και μένουμε πολύ μακρυά απ' την ταβέρνα στην αρχή πηγαίναμε αρκετά συχνά.
Δυσκολευτήκαμε πολύ να θεραπεύσουμε το μικρόβιο. Ειδικά εγώ, κουράστηκα πολύ για να κάνω την απολύμανση και την καθαριότητα του σπιτιού. Για πολύ καιρό ανακαλύπταμε τρίχες. Eνθύμια που μας είχε αφήσει η Χαδιάρα, για να μη την ξεχάσουμε.



Ο ΕΝΤΟΥΑΡΤ


Η απουσία της Χαδιάρας ήταν έντονη στα παιδιά. Τη λύση σ’ αυτή την απουσία, την έδωσε ο κτηνίατρος, ο Νίκος.
-Αφού τα παιδιά αγαπούν τόσο τα γατάκια, γιατί δεν παίρνετε ένα ράτσας που είναι και του σπιτιού; μας είπε μια μέρα.
Η ιδέα του ήταν υπέροχη για τα παιδιά και για μένα που λατρεύω τα γατάκια. Από μικρή στο χωριό μεγάλωσα με την γάτα μου, την Γκλώρη. Αργότερα είχα τη Φιορούλα. Ημουν ικανή να αγοράσω κάποιο γατάκι, ακόμη και την επόμενη μέρα, απ' τον αποχωρισμό της Χαδιάρας, αλλά ο γιατρός μας, δεν άφηνε. Στ' αυτιά μου βούιζαν τα λόγια του: << Πρώτα θα τελειώσετε την θεραπεία και μετά. Τί θέλετε; Να το κολλήσετε κι αυτό; >> Για άλλη μια φορά, είχε δίκιο. Επρεπε να περιμένουμε.... και περιμέναμε.


Το δώρο και η έκπληξη των Χριστουγέννων του 1992, για τα παιδιά, ήταν ο Εντουαρτ. Ο Nίκος μια μέρα μου έδωσε τη διεύθυνση της κυρίας Δέσποινας. Απ' αυτή θα αγόραζα ένα γάτο ράτσας. Εμβολιασμένο και μαθημένο στην ζωή του διαμερίσματος. Ο Νίκος πρότεινε γάτο, για να αποφύγουμε γέννες και μικρόβια.
Ετσι, όταν θεραπευτήκαμε εντελώς, πήραμε τον Εντουαρτ και πήγαμε στο σπίτι ενώ τον είχαμε τυλιγμένο σε μια μπλούζα, πρώτον γιατί ήταν φρεσκομπανιαρισμένος και δεύτερον, για να κάνουμε την έκπληξή μας στα παιδιά.
-Μαμά, τί έχεις κρυμμένο εκεί; με ρώτησε ο Πάνος.
-Ενα μωρό, του απάντησα γελώντας. Ενα καινούργιο αδελφάκι.
-Ψέμματα λες. Θα σκάσει το μωρό έτσι που το έχεις τυλίξει.
-Ας σκάσει.
-Ξέρω εγώ, είπε η Αννα.
-Τί έχω Αννα; την ρώτησα.
-Τα δώρα των Χριστουγέννων, είπε με καμάρι.
-Εσύ Πάνο τί λες; Το βρήκε η Αννα;
-Ναι, είπε ο Πάνος και γελούσαν και τ' αυτιά του.
-Αφού το βρήκαν τα παιδιά, τί λες Δημήτρη; Να τους το δείξουμε; ρώτησα τον άντρα μου.
-Δείξ' το, γιατί θα σκάσει εκεί μέσα.
Ξετύλιξα το δώρο τους που αυτή τη φορά ήταν ένα και για τους δυο και φυσικά, σε πολλή πρωτότυπη συσκευασία. Τα παιδιά όταν είδαν τον Εντουαρτ, τρελάθηκαν απ' τη χαρά τους.
-Τί όμορφος που είναι μαμά! είπε ο Πάνος.
-Αφησέ με να τον χαιδέψω, είπε η Αννα.
-Ολος δικός σας είπα και το άφησα στην αγκαλιά τους. Μόνο δε θέλω να σας ξαναδώ να παίρνετε αγκαλιά άλλα αδέσποτα γατάκια. Εντάξει; Αρκετά τραβήξαμε με την Χαδιάρα.
-Εντάξει μαμά, είπαν και τα δυο κι εγώ ανακουφίστηκα.
Τα φιλιά και οι αγκαλιές που ακολούθησαν μετά, δεν χρειάζεται να σας τα περιγράψω. Τα φαντάζεστε και μόνοι σας. Τα παιδιά πετούσαν από χαρά. Οσο για τον Εντουαρτ, τις πρώτες μέρες, μέχρι να μας μάθει ήταν λίγο επιφυλακτικός. Ασχοληθήκαμε όμως πολύ μαζί του κι έτσι σιγά σιγά γνώρισε το καινούργιο του περιβάλλον και την οικογένειά μας.
Τα παιγνίδια του Εντουαρτ είναι παρόμοια, μ' εκείνα της Χαδιάρας. Μόνο που το κουκλίστικο καροτσάκι της Αννας, χρειάστηκε πολλές φορές να το ράψουμε, γιατί δεν άντέχει τα κιλά του.
Ο Εντουαρτ είναι πια κύριο μέλος της οικογένειάς μας. Εχουμε δεθεί πολύ μαζί του, όλοι μας. Η ζωή του έχει καταγραφεί με τη ζωή μας, όχι μόνο σε ημερολόγια, βιβλία ή αναμνήσεις, αλλά έχει καταλάβει μεγάλη θέση στην ψυχή μας.
Το βιβλιάριο υγείας του Εντουαρτ, γράφει κι αυτό:
ΚΗΔΕΜΟΝΕΣ ΑΝΝΑ και ΠΑΝΟΣ

Τα παιδιά κοντά στον Εντουαρτ, έπαψαν να μιλούν συχνά για την Χαδιάρα. Την αγαπούν όμως πάντα και συχνά ο ένας ρωτάει τον άλλο:
-Αννα ποιόν αγαπάς πιο πολύ; Τον Εντουαρτ ή τη Χαδιάρα;
-Εσύ ποιόν αγαπάς πιο πολύ; ρωτάει με την σειρά της η Αννα.
-Δεν σου λέω, αν δεν μου πεις εσύ, συνεχίζει ο μικρός.
-Και τα δυο. Εσύ;
-Κι εγώ. Και τα δυο.


ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ



Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού η Αννα έπαιζε με τη φίλη της την Αρτεμη, λίγο πιο μακριά απ' την γειτονιά. Καθώς μιλούσαν άκουσαν ένα θόρυβο.
-Σώπα, Αρτεμη. Κάτι άκουσα.
-Κι εγώ, είπε η Αρτεμις. Κάτι σαν νιαούρισμα.
-Να! Από 'κει ακούγεται.
-Πάμε να δούμε.
Τα κορίτσια έτρεξαν πιό κοντά, στο σημείο που τους οδηγούσε ο θόρυβος.
-Να το! Ενα γατάκι μέσ' τα σύρματα!
Τα δυο κορίτσια κοιτάχτηκαν στα μάτια και συνεννοήθηκαν με τη πρώτη μάτια. <<Πρέπει να το σώσουμε>> είπαν τα μάτια τους. Χωρίς δεύτερη ματιά, το γατάκι βρισκόταν στην αγκαλιά της Αρτεμης.
-Τί όμορφο που είναι! είπε η Αννα.
-Είναι πολύ μωρό. Ακόμη έχει κλειστά τα μάτια.
-Λες να είναι τυφλό;
-Οχι δεν είναι. Δεν ξέρεις ότι τα μωρά γατάκια έχουν κλειστά τα μάτια;
-Κι αν δε τ' ανοίξει;
-Θα τ' ανοίξει. Μη φοβάσαι.
-Πρέπει όμως να του δώσουμε να φάει γιατί θα πεθάνει.
-Δεν θα τ' αφήσουμε να πεθάνει, είπε η Αννα και για μια στιγμή το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Ομως πού θα το πάμε; Εμένα η μαμά μου δεν μ'αφήνει να πιάνω αδέσποτα γατάκια κι ούτε θέλει άλλο γατάκι στο σπίτι μας. << Μας φτάνει ο Εντουαρτ >>, λέει συχνά.
-Τότε θα το πάρω εγώ, είπε η Αρτεμις και ξεκίνησαν για το σπίτι της ενώ το κρατούσε στην αγκαλιά της.
-Μαμά! μαμά! Bρήκαμε ένα γατάκι! Ελα να το δεις, είπε η Αρτεμις όλο χαρά στη μαμά της.
-Να το πας εκεί που το βρήκες. Μου φτάνουν αυτά που έχω.
-Ελα, μαμά. Κρίμα το καημένο. Πεινάει.
-Εγώ δεν έχω να ταίσω εσάς, το γατί θα ταίσω; Αντε. Πέταξέ το.
Η Αρτεμις γύρισε απογοητευμένη κοντά στην Αννα που την περίμενε λίγο πιό πέρα.
-Τώρα τί θα κάνουμε; τη ρώτησε.
-Κάτι θα σκεφτούμε.
Τα δυο κορίτσια μελαγχόλησαν. Ηθελαν να το βοηθήσουν, να το σώσουν. Ηξεραν όμως ότι οι μεγάλοι τους ήταν εμπόδιο.
-Βρήκα! Να το πάμε στην αυλή της κυρίας Νίτσας. Αυτή αγαπάει τα γατάκια και θα το κρατήσει.
-Οχι, όχι, είπε η Αννα. Αυτό το γατάκι είναι δικό μας. Εμείς το βρήκαμε. Εμείς το σώσαμε.
-Και πού θα το πάμε;
-Προς το παρόν πρέπει να του δώσουμε να φάει. Μετά βλέπουμε.
-Ναι. Δίκιο έχεις.
-Περίμενέ με. Θα πάω να του φέρω να φάει.


Η Αννα ανέβηκε τις σκάλες του σπιτιού μας τρέχοντας. Ηρθε στην κουζίνα και είδε εμένα που καθόμουν στον υπολογιστή και έγραφα. Κοντοστάθηκε λίγο, αλλά γρήγορα βρήκε την ψυχραιμία της. Πήρε το κουτί με τα ξερά γαριδάκια του Εντουαρτ και φώναξε:
-Εντουαρτ. Ελα να φας.
-Αφησέ τον, Αννα. Αφού βλέπεις ότι κοιμάται τώρα. Τί σ' έπιασε να τον ταίσεις ξαφνικά; τη ρώτησα.
-Σκέφτηκα ότι ίσως πεινάει. Δεν πειράζει όμως. Εγώ θα του βάλω στο πιάτο του για να τα βρει όταν ξυπνήσει.
-Δεν κάνει Αννα. Χαλούν τώρα μ' αυτή τη ζέστη.
-Καλά, μαμά.
Η Αννα μου μιλούσε απ' το μπαλκόνι της κουζίνας. Εγώ δεν την έβλεπα κι εκείνη έκρυψε μια χούφτα γαριδάκια του Εντουαρτ στην τσέπη της. Ενώ συνέχιζα να γράφω την είδα ν' αφήνει το κουτί με τα γαριδάκια και να φεύγει.
-Αννα μου, μη ξεχαστείτε κάτω. Οταν νυχτώσει ν' ανεβείτε. Δεν μ' αρέσει να σας φωνάζω. Να έρθετε μόνοι σας. Εντάξει;
-Εντάξει μαμά, είπε κλείνοντας την πόρτα.
-Ελα, Αρτεμη. Του έφερα γαριδάκια.
-Μπράβο. Πώς τα κατάφερες;
-Δεν ήταν δύσκολο. Η μαμά γράφει το βιβλίο της και ήταν πολύ απασχολημένη. Δε με είδε που τα πήρα.
-Ωραία. Δώσ' του να φάει αλλά, τί βιβλίο γράφει η μαμά σου; Διαβάζει θέλεις να πεις.
-Οχι. Καλά το είπα. Γράφει ένα << Γράμμα στη Μάννα >> της, στον ουρανό.
-Στον ουρανό;
-Ασε. Θα σου εξηγήσω άλλη φορά. Τώρα έχουμε άλλη δουλειά.
Η Αννα έβγαλε απ' την τσέπη της ένα γαριδάκι και το έβαλε στο στόμα του. Εκείνο, παρ' όλο που το άνοιγε, δεν έτρωγε. Τα μικρά του δοντάκια, δεν μπορούσαν να δαγκώσουν το σκληρό γαριδάκι.
-Μα γιατί δεν τρώει; ρώτησε η Αννα.
-Μάλλον δεν του αρέσουν.
-Κρίμα!
-Δεν πειράζει. Θα τα φάω εγώ.
-Μα τι λες Αρτεμη; Χάζεψες; Αυτή είναι τροφή για γάτες! είπε η Αννα γελώντας.
-Γαριδάκια, δεν είπες; Υπάρχουν γαριδάκια και για γάτες; Δεν το ήξερα. Νόμιζα πως υπάρχουν μόνο για παιδιά.... Με συγχωρείς..., είπε η Αρτεμις, σκύβοντας το κεφάλι.
-Εμένα να συγχωρείς, είπε η Αννα και ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν από ντροπή. Την αγαπούσε πολύ την Αρτεμη και δεν ήθελε ούτε να την προσβάλλει ούτε να την ειρωνευτεί.
-Δεν πειράζει, είπε η Αρτεμις που ήξερε καλά τη φίλη της.
Αλλωστε, η Αννα ήταν η μόνη στη γειτονιά που την έκανε παρέα. Λόγω της φτώχειας της τα κορίτσια της ηλικίας της δεν την έκαναν παρέα.
Ηταν κάτι που τους το απαγόρευαν οι γονείς τους. Πράγματι δεν την πείραξε γι' αυτό γρήγορα το ξεπέρασε και συνέχισε:
-Κράτησέ το εσύ κι εγώ θα πάω σπίτι μου, να του φέρω λίγο ψωμί. Αυτό ελπίζω να το φάει. Θα είναι πιο μαλακό απ' το γαριδάκι.
-Εντάξει, είπε η Αννα και πήρε στην αγκαλιά της το εξαντλημένο γατάκι. << Αν με έβλεπε η μαμά....>>, μονολόγησε καθώς η Αρτεμις απομακρυνόταν, << αλίμονό μου! >>


Η Αρτεμις έτρεξε στο σπίτι της.
-Μαμά πεινάω, φώναξε μπαίνοντας.
-Πάρε ψωμί και φάε, είπε η μαμά της που εκείνη τη στιγμή, κρατούσε μια γεμάτη σκαφίδα με τα πλυμένα ρούχα της οκταμελής οικογένειας.
Η Αρτεμις έχει άλλα πέντε αδέλφια. Είχε συνηθίσει πια να τρώει σκέτο ψωμί και έκοψε ένα κομμάτι ψίχα. Αλλωστε και μερέντα να είχε η μαμά της, της ήταν άχρηστη. Ετρεξε κοντά στην φίλη της και στο γατάκι. Πήρε δυο ψίχουλα στο χέρι της και τα έβαλε στο στόμα του. Εκείνο άνοιξε το στόμα του, παίρνοντας τυχαία μια τόση δα ψιχούλα σαν το σπουργιτάκι. Ολα έδειχναν όμως ότι το γατάκι δεν ήξερε να φάει κι αν συνέχιζε έτσι, θα πέθαινε απ' την πείνα.
-Φαίνεται πως δεν του αρέσει τίποτα, είπε η Αννα.
-Δεν νομίζω ότι φταίει αυτό, είπε η Αρτεμις. Μάλλον έχει ανάγκη απ' το γάλα της μαμάς του. Είναι πολύ μωρό και δεν ξέρει να τρώει.
-Και πού θα βρούμε την μαμά του; Αν ήξερα ποιός ήταν αυτός που τόλμησε και χώρισε ένα μωρό απ' τη μαμά του, θα τον σκότωνα, είπε η Αννα νευριασμένη.
-Κι εγώ. Ασε όμως. Τον σκοτώνουμε άλλη φορά.
-Και τώρα τι θα κάνουμε;
-Αν βρίσκαμε μια άλλη γάτα εδώ στη γειτονιά που έχει μικρά γατάκια και το βάζαμε κοντά της να θηλάσει, είπε η Αρτεμις, θα το σώζαμε.
-Πολύ δύσκολο αυτό που λες. Μάλλον θα πρέπει να του δώσουμε εμείς γάλα.
-Ναι.....πρέπει, είπε η Αρτεμις σκεφτική.
-Και τι καθόμαστε; είπε η Αννα.
-Εμείς δεν έχουμε γάλα στο σπίτι μας..., είπε εκείνη στεναχωρημένη.
Η Αννα ένιωσε άσχημα, ακούγοντας την φίλη της να λέει ότι δεν έχει γάλα. Ηξερε ότι η φίλη της ήταν πολύ φτωχή. Ηξερε ότι η μαμά της, η γειτονιά και πολύς κόσμος της έδιναν πολλές φορές τρόφιμα, ρούχα και λεφτά, αλλά δεν σκέφτηκε ποτέ ότι κάποια στιγμή όλα αυτά τελείωναν.
-Θα φέρω εγώ, είπε η Αννα. Περίμενέ με εδώ.
-Περιμένω, είπε η Αρτεμις, αλλά δεν αποφασίσαμε πού θα το κρύψουμε. Σε λίγο νυχτώνει και θα πρέπει να ανέβεις πάνω.
-Εντάξει. Μέχρι να γυρίσω, εσύ πηγαινέ το στην αυλή μου.
-Στην αυλή σου; Μα αν το δει η μαμά σου θα μαλώνει!
-Και πώς θα το δει;
-Δεν θα κατέβει να ποτίσει τον κήπο;
-Θα τον ποτίζω εγώ για λίγο καιρό, μέχρι να βρούμε μια καλύτερη κρυψώνα.
-Κι αν κατέβει; ξαναρώτησε η Αρτεμις.
-Δεν θα κατέβει, είπε η Αννα με σιγουριά.
-Εντάξει τότε, πήγαινε.
-Πάνο, φώναξε η Αννα. Ελα να σου πω κάτι.
-Τι θέλεις Αννα; Δεν βλέπεις ότι παίζω;
-Βλέπω, αλλά έλα να σου πω κάτι.
-Πες μου, είπε ο Πάνος πηγαίνοντας προς το μέρος της με την μπάλα αγκαλιά.
-Είναι μυστικό.
-Τί μυστικό;
-Μου ορκίζεσαι ότι δεν θα το πεις πουθενά;
Ηταν πρώτη φορά που η Αννα του ζητούσε να ορκιστεί για κάτι. Ορκιζόταν από μόνος του μερικές φορές όταν ήθελε να τον πιστέψουν οι άλλοι για κάτι που πραγματικά ήταν αλήθεια.
-Ορκίζομαι. Φιλάω σταυρό. Να! και έκανε με τα δυο του δάχτυλα το σχήμα του σταυρού και τον φίλησε. Για πρώτη φορά μιλούσε κι ορκιζόταν με τόσο σοβαρό ύφος γιατί για πρώτη φορά του το ζητούσαν.
-Δεν θα το πεις όμως σε κανένα, επανέλαβε η Αννα.
-Αφού φίλησα σταυρό, ρε Αννα. Πλάκα μου κάνεις;
-Οχι δεν σου κάνω πλάκα.
-Θα το πεις ή όχι; Με περιμένουν τα παιδιά.
-Α, αν σου το πω πρέπει να με βοηθήσεις. Ξέχνα το παιχνίδι και τα παιδιά. Αν θες να το μάθεις, έλα πάνω στο δωμάτιό μου είπε, κι άρχισε ν' ανεβαίνει δυο - δυο τα σκαλοπάτια.
-Γιατί; ρώτησε ξαφνιασμένος ο Πάνος.
Η Αννα δεν απάντησε. Η ώρα περνούσε. Το γατάκι ήταν νηστικό και σε λίγο νύχτωνε. Αφησε τον Πάνο να περιμένει απάντηση στο << γιατί >> και να τον <<τρώει η περιέργεια>> για το τι συνέβαινε.
Ο Πάνος έμεινε να κοιτάζει την Αννα που ανέβαινε βιαστικά την σκάλα. Τι να συμβαίνει άραγε; σκέφτηκε. Τόσο σοβαρό; Τόσο μεγάλο μυστικό που έπρεπε να ορκιστεί γι' αυτό και να το συζητήσουν στο δωμάτιό της; Μόνοι τους; Πέταξε την μπάλα στους φίλους του που ήδη είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται.
-Αντε, Πάνο! Τελείωνε!
-Πάρτε την μπάλα, τους είπε και τους την κλώτσησε κοντά τους. Εγώ πηγαίνω σπίτι.
-Πάνο δεν θα ξανάρθεις; ρώτησε ο Στάθης ο κολλητός του φίλος.
-Δεν ξέρω Στάθη. Αν δεν κατέβω θα σε δω αύριο.
Ανέβηκε βιαστικός τη σκάλα και άνοιξε την εξώπορτα. Τα κλειδιά ήταν απ’ έξω. Τα είχα βάλει εγώ - για να μπαινοβγαίνουν - χωρίς να μ’ ενοχλούν.


Η Αννα πήγε στο δωμάτιό της. Εγώ ήμουν εκεί στη θέση μου. Στο βιβλίο μου, στον υπολογιστή μου, στην κουζίνα. Ηξερα ότι όταν παίζουν τα παιδιά μπαινοβγαίνουν για να πάρουν παιχνίδια, να πιούν νερό ή να φάνε κάτι. Ετσι δεν ασχολήθηκα μαζί της. Σε λίγο άκουσα την πόρτα ν' ανοίγει. Ηταν ο Πάνος που μπήκε μέσα αμέσως μετά την Αννα.
-Εεε! Προσοχή την πόρτα. Θα το γκρεμίσετε το σπίτι, φώναξα.
-Συγνώμη μαμά, απάντησε ο Πάνος και έτρεξε στο δωμάτιο της Αννας.
Ο Πάνος σπάνια ζητάει συγνώμη για κάτι τέτοιο. Αυτή τη φορά ο σκοπός του ήταν να μην με νευριάσει, σηκωθώ απ' τη θέση μου και τον εμποδίσω να μάθει το μεγάλο μυστικό απ' την Αννα. Ετσι, ξαφνικά έγινε ευγενικός και εγώ έμεινα στη θέση μου. Ο Πάνος πήγε στο δωμάτιο της Αννας και έκλεισε την πόρτα για να μην ακούσω.
Τα παιδιά μου είναι δυο αδέρφια όπως είναι όλα τ' άλλα. Ενώ αγαπιούνται πολύ, μαλώνουν πολύ συχνά. Ομως σήμερα ο Πάνος έμπαινε στο δωμάτιό της με ειρηνικό σκοπό. Εμπαινε για να μιλήσουν σοβαρά. Η Αννα θα του έλεγε ένα μυστικό κι εκείνος έσκαγε απ' την περιέργεια να το μάθει. Ακόμη δεν ήταν σίγουρος για το αν θα έτρεχε να μου το ξεφουρνίσει. Θα έβλεπε. Ανάλογα το μυστικό. Αλλες φορές όμως, δεν μπορούσε να το κρατήσει μέσα του πάνω από λίγες ώρες.
-Ελα Αννα, λέγε. Με φώναξες να μιλήσουμε. Τί σκαλίζεις εκεί; ρώτησε την Αννα που κάτι έψαχνε στα παιχνίδια της.
-Περίμενε δυο λεπτά.
-Τί ψάχνεις στα κατσαρολικά σου; Εγώ δεν ήρθα να παίξουμε τις κυρίες κουμπάρες. Λέγε. Είμαι όλος αυτιά, είπε και κάθησε στην καρέκλα του γραφείου της Αννας, με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, σαν μεγάλος άντρας.
-Τα βρήκα, είπε χαρούμενη η Αννα.
-Τί βρήκες Αννα; Το μπιμπερό της κούκλας σου και τα κουπάκια; Θα φάμε τώρα; Δεν πεινάω.
-Δεν είναι για σένα. Μη φοβάσαι.
-Για ποιόν είναι;
-Τώρα θα σου εξηγήσω, του απάντησε η Αννα και πήγε κοντά του να του αποκαλύψει το μυστικό της σιγά, μη τυχόν και τους ακούσω.
-Εγώ με την Αρτεμη, βρήκαμε μέσ' τα σύρματα ένα ετοιμοθάνατο γατάκι. Το σώσαμε και το έχουμε στον κήπο μας.
-Γατάκι; Στον κήπο μας; Το έπιασες; Αν το μάθει η μαμά θα φωνάζει. Ξέχασες ότι δεν μας αφήνει, να πιάνουμε τα γατάκια της γειτονιάς; Ξέχασες τι είχαμε πάθει με την Χαδιάρα;
-Θυμάμαι, αλλά αυτό δεν έχει μικρόβια. Είναι πολύ καθαρό, είπε η Αννα σίγουρη γι αυτό που έλεγε.
-Και πώς το ξέρεις; Είσαι γιατρός;
-Τέλος πάντων. Μπορεί και να έχει. Εμείς όμως δεν θα το πιάνουμε. Μη φοβάσαι. Αν κάποτε χρειαστεί να το πιάσουμε, Θα πλένουμε κάθε φορά τα χέρια μας, ακόμη κι όταν δεν θα χρειάζεται. Αστο αυτό. To θέμα είναι να το βοηθήσουμε να ζήσει.
-Και πώς θα το βοηθήσουμε;
-Πρέπει να του δώσουμε να φάει.
-Κι αυτό είναι το πρόβλημα; Δώσ' του μια κονσέρβα του Εντουαρτ και ξερά γαριδάκια.
-Του έδωσα μα δεν τρώει.
-Τί; Δεν του αρέσουν οι κονσέρβες του Εντουαρτ; ρώτησε ο Πάνος απορημένος.
-Δεν του έδωσα ακόμα κονσέρβα αλλά γαριδάκια που του έδωσα δεν τα τρώει.
-Και τί θα το ταίζουμε; Σουβλάκια; ρώτησε νευριασμένος ο Πάνος.
-Πάνο, άσε τις χαζομάρες. Μιλάω σοβαρά.
-Κι εγώ σοβαρά μιλάω.
-Είναι πολύ μωρό Πάνο. Δεν μπορεί να φάει τίποτα.
-Ε, τότε τί θα του δώσουμε;
-Μόνο γάλα μπορεί να πιεί.
-Και γιατί δεν του δίνεις;
-Είπαμε ρε, Πάνο. Η μαμά δεν λέει να φύγει απ' την κουζίνα μ' αυτό το βιβλίο της. Πώς θα το πάρω;
-Κάτι θα σκεφτούμε να την ξεκολλήσουμε από 'κει, είπε ό Πάνος σκεφτικός.
-Ναι, αλλά τί;
-Καλά, μη βιάζεσαι. Γιατί δεν το παίρνεις φανερά;
-Κι αν με ρωτήσει τί το θέλω, τί θα της πω;
-Να της πεις, ότι είναι για το γατάκι της γειτόνισσας που λείπει σε διακοπές.
-Αφου γύρισαν απ' τις διακοπές. Δεν φτάνει που έχουμε μυστικό απ' αυτή, θα της πούμε και ψέμματα;
-Πω, πω αμαρτίες! Πώς θα φιλήσουμε το βράδυ την Παναγίτσα; ρώτησε ο Πάνος με την αθωότητα μωρού παιδιού.
-Δεν νομίζω να μας κρατήσει κακία γιατί ότι κάνουμε, το κάνουμε για καλό σκοπό, είπε η Αννα.
-Ναι. Το κάνουμε για να σώσουμε ένα γατάκι, είπε ο Πάνος σοβαρός. Ε, τότε να το πάρουμε κρυφά, αφού δεν είναι και αμαρτία.
-Αμαρτία είναι, γιατί είναι σαν να κλέβουμε το ίδιο μας το σπίτι αλλά πιστεύω πως η Παναγία θα μας συγχωρήσει.
-Είσαι σίγουρη όμως γι’ αυτό;
-Είμαι, είπε η Αννα, για να κερδίσει την βοήθεια του αδελφού της.
-Η Παναγία θα μας συγχωρήσει, αλλά η μαμά;
-Η μαμά δεν θα το μάθει. Αλλά κι αν το μάθει, δεν νομίζω να μας μαλώσει αν βεβαιωθεί ότι δεν το πιάσαμε και δεν κολλήσαμε μικρόβια.
-Αφού λες ότι είναι πολύ μωρό, θα χρειαστεί να το πιάνουμε.
-Θα χρειαστεί, αλλά δεν θα το πιάνουμε εμείς.
-Και ποιός θα το πιάνει;
-Η Αρτεμις.
-Και τί είναι η Αρτεμις; Αυτή δεν κινδυνεύει να κολλήσει μικρόβια;
-Δεν ξέρω Πάνο. Στο κάτω κάτω την Αρτεμη την αφήνει η μαμά της να πιάνει τα γατάκια. Αλλωστε έχει τρία σπίτι της. Δεν είναι εμβολιασμένα και δεν έχει πάθει τίποτα.
-Εμείς γιατί πάθαμε με την Χαδιάρα;
-Ετυχε. Λοιπόν θα μας βοηθήσεις; Ναι ή όχι; Γι' αυτό σου το μαρτύρησα. Για να με βοηθήσεις. Σοβαρέψου λίγο. Είσαι μεγάλος πια.
-Καλά. Τί πρέπει να κάνω; Είναι όμως όμορφο; Πώς είναι;
-Δηλαδή αν ήταν άσχημο δεν θα βοηθούσες;
-Θα βοηθούσα, είπε ο Πάνος μετανιωμένος γι αυτά που ρώτησε.
-Είναι όμορφο και πολύ μάλιστα.
-Εχει μακριές τρίχες σαν τον Εντουαρτ;
-Οχι. Δεν έχει μακριές τρίχες. Είναι ένα απλό γατάκι με μαύρα και άσπρα μεγάλα σχήματα.
-Σχήματα; Τί σχήματα; Τετράγωνα;
-Πάνο, θα μιλήσεις ποτέ σοβαρά;
-Σοβαρά μιλάω.
-Ναι, αλλά ενώ εμείς μιλάμε, το γατάκι περιμένει κάτω. Είναι νηστικό και δεν θα χορτάσει με την συζήτηση. Η Αρτεμις βαρέθηκε να περιμένει και ήδη νύχτωσε. Η μαμά μπορεί να μην μας αφήσει να κατεβούμε πάλι κάτω. Πρέπει να κάνουμε κάτι γρήγορα. Πώς θα πάρουμε το γάλα; Σκέφτηκες τίποτα;
-Οχι. Πότε να σκεφτώ; Αφού μιλούσαμε.
-Καλά. Τότε άκου τι θα κάνεις ...... είπε η Άννα κι άρχισε να του λέει το σχέδιό της.
-Εντάξει, είπε ο Πάνος. Πάω στο δωμάτιό μου κι εσύ κάνε γρήγορα. Δεν έχω σκοπό να κάτσω μέσα. Θέλω να έρθω κι εγώ να μου γνωρίσεις το γατάκι.
-Ναι. Θα σας συστήσω, είπε ειρωνικά η Αννα. Αντε τελείωνε και μη ξεχνάς: Είναι το μυστικό μας. Το ξέρουμε μόνο εμείς οι τρεις: Εσύ, εγώ και η Αρτεμις.
-Κάνεις λάθος. Το ξέρουμε τέσσερις.
-Και ποιός είναι ο τέταρτος;
-Το γατάκι, είπε ο Πάνος γελώντας με τον δικό του τσαχπίνικο τρόπο κι έτρεξε στο δωμάτιό του.


ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΕ ΔΡΑΣΗ


-Μαμά, μαμά, άκουσα να με φωνάζει ο Πάνος.
-Τί θέλεις Πάνο;
-Μαμά μπορείς να έρθεις λίγο, σε παρακαλώ;
<< Σε παρακαλώ; >> Αυτό, δεν του το είχε πει η Αννα. Του βγήκε αυθόρμητα από μέσα του για να πετύχει καλύτερα το σκοπό του. Εγώ τους συμβουλεύω πάντα να είναι ευγενικοί. Να λένε <<ευχαριστώ>> και <<παρακαλώ>>. Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι δεν είμαι τόσο ευχαριστημένη απ' την ευγένειά τους. Ακούγοντας αυτό το
<< σε παρακαλώ >> του Πάνου δεν μπορούσα να μην σηκωθώ απ' το γραφείο μου.
-Δυο λεπτά Πανούλη μου, <<να τα σώσω>>.
-Σώστα μαμά. Να σωθεί και κανένας άλλος... φώναξε η Αννα απ' το δωμάτιό της σκεφτόμενη το γατάκι της.
-Τί είπες Αννα; Δεν άκουσα.
-Τίποτα μαμά, την άκουσα να μου απαντάει.
Σώζω πάντα κάτι που γράφω στον υπολογιστή για να μην χαθούν απ' τη μνήμη και αναγκαστώ να τα γράψω πάλι απ' την αρχή.
Βγαίνοντας απ' την κουζίνα, σκόνταψα πάνω στην Αννα που ερχόταν βιαστική (νομίζοντας ότι ήδη είχα φύγει) κρατώντας τα κατσαρολικά της. Δεν προλαβαίνοταν.
-Τί κάνει το κορίτσι μου; Τί καλό Θα μας μαγειρέψεις σήμερα; τη ρώτησα αγκαλιάζοντάς την.
Η Αννα μου χαμογέλασε χωρίς να μου πει τι φαγητό θα μου μαγείρευε και γλίστρησε απ' την αγκαλιά μου στην κουζίνα.
<< Το φαγητό που σου μαγειρεύω μαμά μου, δεν μπαίνει σε κατσαρόλα >>, σκέφτηκε από μέσα της. Και είχε δίκιο. Ενα τόσο μεγάλο μυστικό δεν μαγειρεύεται ούτε χωράει σε καμιά κατσαρόλα. Ακόμη και στις αληθινές.
-Τί με θέλει ο ευγενικός κύριος; ρώτησα τον Πάνο, αγκαλιάζοντάς τον και δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλάκι.
Είμαι σίγουρη ότι απ' το μυαλό του πέρασε εκείνη την στιγμή, ότι μ' ένα << παρακαλώ >>, κέρδισε ένα παραπάνω φιλάκι απ' την Αννα.
-Τί μπορώ να κάνω για σένα, ευγενικέ μου κύριε; τον ρώτησα ξανά και είδα να φωτίζεται το πρόσωπό του από ένα ατελείωτο χαμόγελο.
-Θέλω να μου κατεβάσεις εκείνο το κίτρινο αυτοκινητάκι, είπε και μου έδειξε το πάνω ντουλάπι που είχε ανοίξει ήδη μόνος του.
-Πού το θυμήθηκες αυτό; Αφού είναι χαλασμένο.
-Δεν πειράζει. Θα το φτιάξω.
-Οτι θέλει τ' αγόρι μου. Μπορώ να του χαλάσω χατήρι; είπα ανεβαίνοντας στην καρέκλα.
Προσπάθησα να φτάσω το αυτοκινητάκι που επιθύμησε ο Πάνος να παίξει, αλλά δεν μπορούσα να το φτάσω. Το ύψος μου δεν με βοηθούσε.
-Δεν το φτάνω. Περίμενε να πάρω το σκουπόξυλο, είπα ενώ πήγαινα να κατεβώ απ' την καρέκλα.
Ο Πάνος γνωρίζοντας ότι θα πήγαινα στο μπαλκόνι της κουζίνας κι ότι θα έβλεπα την Αννα, λειτούργησε αμέσως.
-Οχι μαμά. Δεν χρειάζεται. Να πάρε αυτό, είπε δίνοντας μου μια άδεια κρεμάστρα απ' το κάτω ντουλάπι.
Ενώ προσπαθούσα να το φτάσω, άκουσα ένα δυνατό θόρυβο της πόρτας.
-Αμάν αυτή η πόρτα, είπα περιμένοντας ν' ακούσω κάποιο συγνώμη κι απ' την Αννα που είχε βγει ήδη έξω απ' το σπίτι. Μπορεί να είπε κι όλας, αλλά εγώ απ' το δωμάτιο του Πάνου, δεν μπορούσα να τ' ακούσω.
-Μαμά, μετάνιωσα. Δεν το θέλω. Αστο, άκουσα να μου λέει ο Πάνος.
-Μετάνιωσες; Και μ' ανέβασες εδώ πάνω; Ε, δεν είσαι καλά, είπα ξαφνιασμένη. Σίγουρα δεν θέλεις να στο κατεβάσω; Μην μ' ανεβάσεις πάλι μετά, του είπα περιμένοντας την δικιά του απάντηση.
Ο Πάνος όμως δεν μου απάντησε. Κοίταξα γύρω μου και είδα ότι έλειπε. Ενα δεύτερο βιαστικό και δυνατό <<μπαμ>> της πόρτας, μου έδωσε να καταλάβω, ότι ο Πάνος είχε εξαφανιστεί και βρισκόταν ήδη έξω απ' το σπίτι, κοντά στους φίλους του. Είχε καταφέρει αυτό που ήθελε. Τί τον ένοιαζε το αυτοκινητάκι; Ηταν χαλασμένο άλλωστε. Και γιατί να πει πάλι συγνώμη για την πόρτα, αφού ήδη ήταν έξω απ' το σπίτι και είχε πετύχει το σχέδιό του; Αλλωστε ήταν βιαστικός. Επρεπε να γνωρίσει τον καινούριο του φίλο.
Πριν καθήσω στο γραφείο μου, βγήκα στο μπαλκόνι.
-Αννααα, Πάνοοο ... φώναξα.
-Ναι μαμά. Εδώ είμαστε. Στον κήπο, μου απάντησε η ετοιμόλογη Άννα.
-Τί κάνετε εκεί στο σκοτάδι;
-Κάτι ψάχνουμε.
-Και γιατί δεν μου λέτε να σας ανάψω το φως;
-Οχι, όχι μαμά. Δεν χρειάζεται. Το βρήκαμε τώρα, συμπλήρωσε ο Πάνος.
-Καλά. Σε λίγο ν' ανεβείτε πάνω. Να μη σας φωνάξω πάλι. Εντάξει;
-Εντάξει, απάντησαν όλα μαζί και νομίζω πως οι φωνές ήταν τρεις. Πρέπει να το είπε μαζί τους και η Αρτεμις.
Εγώ κάθησα πάλι στην θέση μου. Επρεπε να τελειώσω το βιβλίο μου, πριν αρχίσουν τα σχολεία και με τα διαβάσματα των παιδιών, δεν μου μένει χρόνος.


-Τί ωραίο που είναι! φώναξε ο Πάνος.
-Μη φωνάζεις Πάνο, Θα μας ακούσει η μαμά.
-Δεν φωνάζω, είπε ο Πάνος ενώ ξέχασε το δικό μου <<απαγορεύεται>> και χαίδευε το γατάκι που το κρατούσε αγκαλιά η Αρτεμις.
-Αντε Αννα. Βαρέθηκα να σε περιμένω. Κοίτα! Του έκανα τη φωλιά του, μέχρι νά' ρθεις.
Η Αρτεμις είχε βρει το πιό ιδανικό μέρος. Σε μια γωνιά του κήπου υπάρχει ένας θάμνος και ένα αναρυχώμενο λουλούδι που κοντά στη ρίζα είναι πολύ φυλλωμένο. Ηταν ότι έπρεπε για φωλιά -κρυψώνα και η Αρτεμις την βρήκε. Οχι μόνο την βρήκε αλλά την είχε ετοιμάσει κι όλας.
-Πού τα βρήκες τα κουρέλια; ρώτησε η Αννα.
-Δόξα τον Θεό! από κουρέλια.... έχουμε πολλά! Τα πήρα απ' το σπίτι όσο ήσουν πάνω. Αλήθεια, γιατί άργησες;
-Μέχρι να συννενοηθώ με τον Πάνο...είπε η Αννα κοιτάζοντάς τον.
-Γιατί ρε, Αννα; Εχεις παράπονο; Δεν σε βοήθησα;
-Ελα, παραπονιάρη. Με βοήθησες. Και πολύ μάλιστα. Αν δεν ξεγελούσες τη μαμά πώς θα έπαιρνα το κουτί με το γάλα;
-Αλήθεια! Γιατί πήρες ολόκληρο το κουτί; ρώτησε η Αρτεμις απορημένη.
-Είχε πολλά στο ντουλάπι και δεν θα το καταλάβει η μαμά.
-Και πώς θα τ' ανοίξουμε; ρώτησε η Αρτεμις, όταν είδε πως το κουτί ήταν κλειστό.
-Ξέρω εγώ, είπε ο Πάνος που είναι πολύ καλός στα μαστορικά. Αμέσως έτρεξε και βρήκε μια σουβλερή πέτρα και με την βοήθεια μιας άλλης πέτρας, άνοιξε το κουτί.
-Ωραία, είπε η Αννα βάζοντας γάλα στο μπιμπερό της κούκλας, γεμίζοντας και την μικρή κατσαρόλα της. Αυτό γι' απόψε κι αυτό για αύριο. Κι αυτό για σένα, είπε γυρίζοντας προς το μέρος της Αρτεμις.
-Για μένα; ρώτησε εκείνη ξαφνιασμένη.
-Εσύ δεν είπες ότι δεν έχετε γάλα; Είναι δικό σου. Άλλωστε εγώ δεν μπορώ να το πάρω πάλι πάνω και αν τ’ αφήσουμε χωρίς ψυγείο, θα χαλάσει, είπε η Άννα.
-Ευχαριστώ πολύ, είπε η Αρτεμις ντροπαλά και χαρούμενα, ξαπλώνοντας το γατάκι στη φωλιά του.
-Νηστικό το βάζεις να κοιμηθεί; ρώτησε απορημένος ο Πάνος.
-Οχι. Θα το ταίσουμε με το μπιμπερό, ενώ θα είναι ξαπλωμένο για να το ξεγελάσουμε. Θα νομίζει ότι τρώει το γάλα της μαμάς του, είπε η Αρτεμις και φαίνεται πως είχε δίκιο. Το γατάκι ήπιε όλο το γάλα και κοιμήθηκε. Η Αρτεμις το σκέπασε να μην κρυώνει, ύστερα το κοίταξαν και οι τρεις λέγοντας:
-Καληνύχτα γατάκι. Αύριο πάλι.
Το γατάκι δεν τους απάντησε. Κοιμόταν χορτάτο και ήσυχο πια που βρισκόταν σε καλά χέρια. Στα χέρια των τριών παιδιών που ήξεραν ν' αγαπούν και να δίνουν ζωή με τις λίγες γνώσεις τους.
-Αρτεμη, το πρωί ραντεβού εδώ, είπε η Αννα. Εγώ θα του φέρω γάλα κι εσύ που ξυπνάς νωρίτερα θα το κρατήσεις συντροφιά. Αν θέλεις, έλα να ξυπνήσεις και μένα. Ο μπαμπάς και η μαμά θα είναι στη δουλειά.
-Τί ώρα Αννα; Στις οκτώ είναι καλά;
-Καλύτερα στις εννιά, απάντησε η Αννα σκεφτόμενη τον πρωινό ύπνο.
-Εμένα να μη με ξυπνήσετε πρωί. Αλλωστε το πρωί δεν με χρειάζεστε. Μπορείτε να πάρετε όσο γάλα θέλετε αφού θα λείπει η μαμά, συμπλήρωσε κι ο Πάνος σκεφτόμενος κι αυτός, τον πρωινό του ύπνο και συνέχισε:
-Καληνύχτα γατάκι και όνειρα γλυκά.
-Καληνύχτα Αρτεμη, είπε η Αννα.
-Καληνύχτα Αρτεμη και μη ξεχάσεις να πλύνεις τα χέρια σου μόλις πας σπίτι. Το γάλα δεν το πήρες; την ρώτησε ο Πάνος βλέποντας να μην κρατάει τίποτα στα χέρια της.
-Το πήρα.
-Πού είναι;
-Το έβαλα στην τσέπη μου για να το μοιραστώ με τ'αδέρφια μου, είπε η Αρτεμις φεύγοντας.
Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν. Κατάλαβαν πόσα πράγματα στερείται η Αρτεμις, λόγω της φτώχειας της, αλλά και πόσο πολύ αγαπάει τ' αδέλφια της.
-Κι εμείς το πετάμε Πάνο, είπε η Αννα.
-Οχι εγώ. Εσύ δεν πίνεις όλη την κούπα.
-Εσύ που δεν πίνεις κάθε μέρα, είσαι καλύτερος;
-Ευτυχώς που δεν είμαστε φτωχοί Αννα, είπε ο Πάνος σοβαρός και ανέβηκαν στο σπίτι.


Εκείνο το βράδυ τα παιδιά, δεν είχαν ιδιαίτερη διάθεση για κουβέντα. Ήταν όμως χαρούμενα και σκέφτηκα πως θέλουν να φάνε γρήγορα για να παίξουν. Άλλωστε κι εγώ ήθελα να γράψω.
Ο Πάνος απέφευγε να μιλήσει για να μη του ξεφύγει το μυστικό. Η Αννα βιαζόταν να φάνε γρήγορα για τον ίδιο λόγο. Μη ξεφύγει κάτι απ' το στόμα του Πάνου. Ο Πάνος όμως που κάτι τον βασάνιζε, δεν άντεξε και με ρώτησε κάποια στιγμή.
-Μαμά, τα παιδιά που δεν πίνουν γάλα δεν κάνουν γερά κόκαλα και δόντια;
-Γιατί ρωτάς Πάνο; Μήπως βαρέθηκες να πίνεις το γάλα σου; τον ρώτησα.
-Οχι μαμά. Για την Αρτεμη, ρωτάω.
Η Αννα αγριοκοίταξε τον Πάνο και αργότερα έμαθα το γιατί. Φοβόταν ότι ο μικρός είχε λυγίσει πια και θα πρόδιδε το μυστικό τους.
-Τί έπαθε η Αρτεμις; ρώτησα τον Πάνο.
-Μας έλεγε ότι δεν πίνει γάλα γιατί δεν έχουν.
-Δεν έχουν πάλι; Την προηγούμενη βδομάδα, δεν τους δώσαμε τρεις σακούλες με ψώνια απ' το μάρκετ;
-Ναι μαμά αλλά είναι μεγάλη οικογένεια, είπε η Αννα.
-Ναί Αννα μου, αλλά πριν λίγες μέρες μπήκε ο μήνας και πήραν την σύνταξή των πολυτέκνων. Τί την έκαναν;
-Τί να τους φτάσει μαμά η σύνταξη; Είναι οκτώ άτομα, είπε η Αννα πάλι.
-Εχεις δίκιο Αννα, αλλά κι εμείς, δε μπορούμε να τους βοηθάμε συνέχεια. Είδες ότι κι εμείς για να τα βγάλουμε πέρα, δουλεύουμε και οι δυο. -Ναι, αλλά οι γονείς της Αρτεμις, δεν δουλεύουν και έχουν και έξι παιδιά ενώ εσύ με τον μπαμπά δουλεύετε και έχετε μόνο δύο παιδιά, πετάχτηκε με καμάρι ο Πάνος.
-Γι αυτό Πάνο μου και οι γονείς της Αρτεμις πρέπει να δουλέψουν και μάλιστα τριπλά, του απάντησα μάλλον νευριασμένη.
-Αφού δεν βρίσκουν δουλειά, επέμενε ο Πάνος.
-Μάλλον δεν τους αρέσει η δουλειά, απάντησα αρκετά θυμωμένη.
-Κρίμα είναι μαμά, είπε η Αννα στεναχωρημένη.
-Ναι κορίτσι μου. Κρίμα είναι γιατί πληρώνουν τα παιδιά. Αυτά δεν φταίνε σε τίποτα. Καλά. Θα δω τι μπορώ να κάνω αύριο.
-Μπράβο μαμά, είπαν και τα δυο ικανοποιημένα. Ηξεραν ότι σ' αυτή την οικογένεια συμπαραστέκομαι πάντα.
-Αυτά όμως να τα βλέπετε εσείς και να μάθετε να εκτιμάτε αυτά που έχετε και την προσπάθειά μας που δουλεύουμε και εγώ και ο μπαμπάς για να μη σας στερήσουμε τίποτα.
-Την αναγνωρίζουμε μαμά, κλαψούρισε η Αννα θιγμένη.
-Ναι Αννα μου. Την αναγνωρίζετε αλλά την ξεχνάτε μερικές φορές.....
-Εγώ μαμά; ρώτησε η Αννα με παράπονο.
-Γιατί Άννα, εγώ; πετάχτηκε ο μικρός, φοβούμενος μη θυμηθώ τα δικά του.
-Εγώ ζητάω ακριβά παιχνίδια μαμά ή ο Πάνος;
-Και οι δυο σας αλλά και πολλά άλλα παιδιά.
-Εκτος απ' την Αρτεμη, συμπλήρωσε ο Πάνος.
-Εκτός απ' την Αρτεμη, τ' αδέλφια της και όλα τ' άλλα φτωχά παιδιά που υπάρχουν στον κόσμο και έχουν μάθει να μην ζητούν, αλλά να δέχονται ότι μπορούν να τους προσφέρουν οι γονείς τους. Να μάθετε λοιπόν εσείς που τα έχετε όλα χάρη των γονιών σας να μην είστε αχάριστα.
-Δεν είμαστε μαμά, παραπονέθηκε πάλι η Αννα έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
-Εντάξει. Δεν μπορώ να πω. Σε γενικές γραμμές, είστε καλά παιδιά, αλλά μερικές φορές...
-Παιδιά είμαστε μαμά. Ολα σωστά θα τα κάνουμε; πετάχτηκε ο μικρός.
-Παιδιά είστε αγόρι μου γι' αυτό δικαιολογείστε. Εμείς οι γονείς φταίμε που σας κακομαθαίνουμε. Εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι.
-Δηλαδή μαμά, εμείς τα παιδιά δεν έχουμε αμαρτίες;
-Οχι Πάνο. Δεν έχετε. Δεν έμαθες στα θρησκευτικά σου ότι ο Χριστός αγαπούσε πολύ τα παιδιά και έλεγε πως όλα τα παιδιά θα πάνε κοντά του, στη βασιλεία του ουρανού;
-Εμαθα. Δηλαδή εμείς, δεν έχουμε αμαρτίες αφού φταίνε οι γονείς μας κι αφού μας συγχωράει ο Θεός....
-Δεν κατάλαβες καλά Πάνο. Δεν είπα, ότι ο Θεός συγχωράει τις αμαρτίες που κάνει ένα παιδάκι συνέχεια και εσκεμμένα ούτε ότι συγχωράει το παιδάκι που οι γονείς του το συμβουλεύουν κι εκείνο δεν τους ακούει. Ο Θεός συγχωράει τις αμαρτίες που κάνουν τα παιδιά ή ακόμη και οι μεγάλοι όταν μετανιώσουμε πραγματικά γι' αυτές.
-Α! Ετσι είναι;
-Ετσι είναι Πανούλη μου. Τί νόμιζες;
-......
Τον είδα να με κοιτάζει σκεφτικός και στεναχωρημένος. Σίγουρα σκεφτόταν τις αμαρτίες εκείνης της μέρας με αφορμή το γατάκι.
-Είδες Αννα τι είπε η μαμά; της είπε μετά που έμειναν μόνοι τους. Ο Θεός, δεν θα συγχωρέσει τις αμαρτίες που κάναμε για το γατάκι.
-Γιατί;
-Γιατί ήταν προσχεδιασμένες και δεν μετανιώσαμε ακόμη γι' αυτές.
-Είπαμε Πάνο. Οι δικές μας οι αμαρτίες είναι για καλό σκοπό.
-Δεν είπε τίποτα όμως η μαμά πριν για καλό ή κακό σκοπό, συμπλήρωσε ο Πάνος.
-Θα το ξέχασε, του απάντησε κοφτά η Αννα και πήγε στο δωμάτιό της.
Ο Πάνος το ξανασκέφτηκε. Τον έτρωγε η αγωνία, αν θα συγχωρούσε ο Χριστός, τις δικές του αμαρτίες. Ηθελε οπωσδήποτε την γνώμη μου και γύρισε στην κουζίνα, χωρίς να τον ακούσει η Αννα.
-Δεν μας είπες μαμά, για τις αμαρτίες που γίνονται για καλό σκοπό. Αυτές δεν συγχωρούνται ή τις ξέχασες; με ρώτησε.
Η αγωνία του για την απάντησή μου, μου θύμιζε μωρό που έκανε την πρώτη του ζαβολιά. Σκέφτηκα ότι κάτι τον βασάνιζε, αλλά ήθελα να μου πει μόνος του τι ήταν αυτό.
-Ανάλογα τις αμαρτίες. Συγχωρούνται αν είμαστε σίγουροι ότι ο σκοπός είναι καλός και ότι θα έχει σίγουρα καλύτερο αποτέλεσμα απ' το να πεις την αλήθεια. Πρέπει όμως να είναι πολύ μικρούλα και αθώα η αμαρτία, του απάντησα ενώ έπλενα τα πιάτα. Ομως γιατί ρωτάς; Μήπως έκανες καμιά αμαρτία για καλό σκοπό;
-Οχι, όχι μαμά. Ετσι ρώτησα.
Η απάντησή μου φαίνεται ότι τον κάλυψε. Ηξερε ότι ο σκοπός που κράτησαν κρυφό το μυστικό τους, θα είχε καλό αποτέλεσμα και θα σώζονταν η ζωή από ένα γατάκι. Ετσι, απόψε θα μπορούσε να φιλήσει την Παναγίτσα που είναι κρεμασμένη στο προσκεφάλι του και θα μπορούσε να κοιμηθεί με ήσυχη συνείδηση.
Ο Πάνος έφυγε ευχαριστημένος από κοντά μου. Η αγωνία απ' το πρόσωπό του, είχε εξαφανιστεί. Μου έσκασε ένα φιλάκι και έτρεξε στο δωμάτιο της Αννας. Μισάνοιξε την πόρτα του δωματίου της και της είπε:
-Συγχωρούνται Αννα. Το είπε και η μαμά. Τη ρώτησα εγώ! και έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιό του.
Τότε η Αννα ανήσυχη, τον ακολούθησε και τον ρώτησε.
-Δεν πιστεύω βέβαια να της είπες τίποτα για το γατάκι;
-Δεν είμαι χαζός!
-Είπα κι εγώ!
-Αννα, τι θα κάνεις τώρα;
-Γιατί ρωτάς;
-Θέλεις να παίξουμε επιτραπέζιο;
-Θέλω.
-Ελα τότε.
Τα δυο παιδιά έπαιξαν επιτραπέζιο, για πρώτη φορά χωρίς να μαλώσουν. Αυτή τη φορά ο Πάνος έχασε αλλά δεν έκλαψε ούτε παραπονέθηκε. Είχε μεγαλώσει πια. Μεγάλωσε απ’ τη στιγμή που ανέλαβε να είναι κηδεμόνας από ένα απροστάτευτο γατάκι.
Αργότερα, η Αννα γύρισε ήσυχη στο δωμάτιό της. Το βράδυ άργησε να την πάρει ο ύπνος. Ηταν η πρώτη φορά που κρατούσε μυστικό από μένα. Ηταν η πρώτη φορά που έκανε κάποιες μικρές αθώες αμαρτίες για καλό σκοπό.
Σκεφτόταν και την κουβέντα μας. Αναρωτιόταν πόσο δίκιο είχαν τα λόγια μου. Σύγκρινε την ζωή της με την ζωή της Αρτεμις. Σύγκρινε τους γονείς της Αρτεμις με τους δικούς της. Σύγκρινε τον εαυτό της με την Αρτεμη. Εβρισκε παντού διαφορές. Στις περισσότερες αυτή ήταν σε καλύτερη μοίρα. Εκεί που δεν μπορούσε να βρει την διαφορά ήταν όταν σύγκρινε τον εαυτό της με την Αρτεμη.
Αραγε, ποιά απ' τις δυο ήταν καλύτερο παιδί σε αισθήματα και σε συμπεριφορά; Την απάντηση την βρήκε αργά, όταν την πήρε ο ύπνος και είδε στο όνειρό της, ότι οι φιλόζωοι έδωσαν και στις δυο βραβείο γιατί έσωσαν και προστάτεψαν ένα γατάκι.


Την άλλη μέρα το πρωί όπως και τ' άλλα πρωινά, εγώ με τον άντρα μου δουλεύαμε κι έτσι τα παιδιά είχαν όλη την άνεση να περιποιηθούν το γατάκι. Τα παιδιά του έμαθαν να πίνει γάλα στο κουπάκι της κούκλας και να πηγαίνει στη φωλιά του. Το προμήθευαν γάλα, ώστε αν κάτι τύχαινε και δεν μπορούσαν να είναι κοντά του, εκείνο να έχει να τρώει.
Εγώ τ' απογεύματα μετά τη δουλειά, δούλευα πυρετωδώς το βιβλίο μου για να το τελειώσω, κι έτσι δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με τα παιδιά. Κάποιες φορές που θέλησα να κατέβω να ποτίσω τον κήπο, τα παιδιά τον είχαν ποτίσει ήδη. Χαιρόμουν ιδιαίτερα γι' αυτό και το έβλεπα από πλευρά μου ότι τα παιδιά με βοηθούσαν να κερδίσω χρόνο για να τελειώσω το βιβλίο μου. Ηξερα ότι ήταν καλοκαίρι, δεν είχαν διάβασμα και τ' άφηνα ελεύθερα να χορτάσουν παιχνίδι προκειμένου να νιώσουν ότι τα παραμελώ.
Τα παιδιά βρήκαν την ευκαιρία ν' αναστήσουν το γατάκι τους χωρίς όμως να τα καταφέρουν να το κρατήσουν μυστικό από τ' άλλα τα παιδιά της γειτονιάς. Εκείνα είδαν τα τρία παιδιά, να είναι συνέχεια στον κήπο και τους προξένησε την περιέργεια. Ετσι το μυστικό, από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε σε όλα τα παιδιά της γειτονιάς.
Σε λίγες μέρες το έμαθαν και αρκετοί γονείς. Τα παιδιά τους μιλούσαν χαρούμενα για το γατάκι τους. Η Αννα φοβήθηκε ότι κάποια στιγμή θα το μάθαινα κι εγώ. Ετσι προτίμησε να μου το πει μόνη της πριν το μάθω από κάποιον άλλον. Ηδη ένιωθε τύψεις που για μια βδομάδα το κρατούσε μέσα της. Είχε μεγάλη ανάγκη να μου το πει. Να ξαλαφρώσει. Ηταν πολύ μικρή για να κοροιδεύει τη μαμά της. Πώς θα μου το έλεγε όμως;


Μικροί << ΜΕΓΑΛΟΙ >> κηδεμόνες


Μια μέρα βγαίνοντας στο μπαλκόνι ενώ ηξερα ότι κάποια παιδιά δεν έκαναν παρέα με την Αννα, όταν ήταν μαζί με την Αρτεμη τα είδα όλα μαζί στον κήπο μου. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί δεν έγινε μόνο μια φορά. Πολλές φορές μετά τα είδα όλα μαζί να παίζουν αγαπημένα.
Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι κατάλαβαν οι γονείς το λάθος τους και αφήνουν τα παιδιά της γειτονιάς μας να κάνουν όλα μαζί παρέα. Μετά σκέφτηκα ότι τα παιδιά τα βρήκαν μόνα τους καθώς μεγάλωναν. Ομως δεν ήταν τίποτα απ' αυτά. Εκείνο που τα ένωσε όλα μαζί, ήταν το γατάκι. Ολα τα παιδιά φτωχά και πλούσια αγαπούν τα ζώα. Κι αυτό γιατί κανείς μεγάλος δεν τους εμπόδισε γι αυτή την αγάπη. Αυτό το γατάκι ήταν η αφορμή που όλα τα παιδιά είχαν ένα κοινό σκοπό κι ένα κοινό μυστικό να μεγαλώσουν το γατάκι τους. Ενα γατάκι που οι κηδεμόνες από τρεις έγιναν είκοσι τρεις, τριάντα τρεις.
Αλλο παιδί του έφερνε φαγητό, άλλο γάλα, άλλο το έπαιζε, άλλο το έβαζε να κοιμηθεί. Αλλο το χάιδευε, άλλο τ'αγκάλιαζε. Ο Χρήστος του έφερε μια μέρα ψάρι. Η κόρη της Νίτσας του έφερε το σεντόνι της κούκλας της. Το γατάκι πια είχε την φροντίδα των παιδιών όλης της γειτονιάς. Κάποιες μαμάδες έμαθαν για την ύπαρξή του γιατί τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα και δεν μπορούσε πια να κρατηθεί μυστικό.
Ετσι τα δικά μου τα παιδιά, αφού όμως πρώτα βεβαιώθηκαν ότι το γατάκι ήταν ικανό να ζήσει και μόνο του, αποφάσισαν να μου μιλήσουν. Δεν μου κρατούσαν ποτέ μυστικά ακόμη κι όταν έκαναν κάτι που ήξεραν, ότι θα τα μαλώσω. Ενιωθαν άσχημα γι' αυτό και ένα μεσημέρι που ο μπαμπάς μας δούλευε, την ώρα του φαγητού, με περίμενε μια έκπληξη στην κουβέντα του τραπεζιού.
-Μαμά θέλουμε να σου μιλήσουμε, μου είπαν και οι δυο.
-Δεν νομίζω ότι όταν τρώμε, κάνουμε και τίποτ' άλλο. Ολο μιλάμε. Σας ακούω. Για τί θέμα θα μιλήσουμε σήμερα;
-Ξέρεις... είπε γελαστός ο Πάνος, έτοιμος να πει το μυστικό τους, αυτός πρώτος.
-Ξέρω, Πανούλη. Θα μου πείτε ότι αυτό το καλοκαίρι σας έχω παραμελήσει πολύ με το βιβλίο μου και δεν σας πήγα καμιά βόλτα, είπα εγώ με μεγάλη σιγουριά. Δεν το κάνω για μένα όμως. Το κάνω για την γιαγιά. Για να μάθει ο κόσμος πόσο καλή ήταν. Μόλις το τελειώσω είμαι όλη δική σας, συνέχισα για να προλάβω τα παράπονά τους.
-Μα τί λες μαμά; με σταμάτησε η Αννα. Δεν θέλουμε να σου μιλήσουμε γι αυτό. Ξέρουμε ότι κουράζεσαι για να γράψεις το βιβλίο σου. Ποιός σου είπε ότι μας παραμέλησες; Αλλωστε, εμείς χορτάσαμε παιχνίδι. Δεν είναι αυτό και μη στεναχωριέσαι άδικα, μου είπε η Αννα. Εγώ την άκουγα και ήμουν συγκινημένη. Δεν ξέρω αν ήταν απ' τη σκηνή που περιέγραφα στο βιβλίο μου ή αν ήταν απ' τα λόγια της. Τί πρόβλημα μπορεί να είχαν όμως τα παιδιά μου που εγώ δεν το κατάλαβα; Ανησύχησα και αμέσως τα ρώτησα.
-Αν δεν είναι αυτό... τότε, τί είναι, παιδάκια;
Μήπως συμβαίνει κάτι σοβαρό; Μήπως είναι κανένας άρρωστος; Μήπως πονάτε πουθενά;
-Οχι ρε μαμά. Ενα γατάκι έχουμε, απάντησε ο Πάνος όλο καμάρι χαρούμενος που μίλησε πρώτος, βιαστικά κι απότομα λες και έλεγε:
<< ένα σπυράκι έχουμε >>.
Η Αννα τον κοίταξε γλυκά και είμαι σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή τη χάριζε στον Πάνο, για να πάρει την χαρά ότι αυτός μαρτυράει το μυστικό τους. Δεν την ένοιαζε. Τον άφηνε να νιώσει αυτή τη χαρά γιατί του άξιζε. Για πρώτη φορά είχε φερθεί σαν άντρας και κράτησε τον λόγο του. Δεν μαρτύρησε τόσες μέρες το μυστικό τους.
-Ξέρω Πανούλη. Εχουμε ένα γατάκι. Μα τι γατάκι! Γάταρο! και κοίταξα τον Εντουαρτ που ήταν ξαπλωμένος κοντά στο ψυγείο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη την θέση την κυνηγάει το καλοκαίρι.
Ισως δροσίζεται.
-Οχι τον Εντουαρτ, μαμά. Ενα άλλο γατάκι που το έχουμε στην αυλή, είπε βιαστικά - βιαστικά ο Πάνος, μη τυχόν και πάρει τον λόγο η Αννα.
-Στην αυλή; Εγώ πώς δεν το είδα το πρωί που
κατέβηκα και έκοψα ντομάτες;
-Το είχαμε πάει βόλτα. Το κρύβαμε μην το δεις.
-Το κρύβατε για να μη το δω εγώ; ....
Αυτό που είπε ο Πάνος χτύπησε σαν καμπάνα στ' αυτιά μου. Ενιωσα απαίσια. Ενιωσα να γκρεμίζονται όλα γύρω μου. Ενιωσα ότι τα ίδια μου τα παιδιά με ήξεραν τόσο λίγο! Ενιωσα προδομένη γιατί νόμιζα πως δεν είχαμε ποτέ μυστικά ο ένας απ' τον άλλον. Βρήκα την δύναμη όμως και συγκράτησα την αγανάκτησή μου και την απογοήτευσή μου για να μάθω περισσότερα.
-Το κρύβατε; Δεν κατάλαβα καλά. Από ποιόν;
Περίμενα με αγωνία την απάντηση. Παρακαλούσα ν'ακούσω οποιονδήποτε άλλον, εκτός από μένα.
-Από σένα μαμά, είπε καθαρά ο Πάνος και τα λόγια του μου τρύπησαν την καρδιά.
-Από μένα; είπα γεμάτη παράπονο. Γιατί; Είμαι τόσο κακιά αγόρι μου;
Ο Πάνος δεν μου απάντησε. Τότε πήρε τον λόγο η Αννα.
-Οχι, μαμά μου. Δεν είσαι κακιά. Δεν μας αφήνεις όμως να πιάνουμε τα αδέσποτα γατάκια και έχεις πει πολλές φορές ότι δεν θέλεις άλλο γατάκι. Δεν έχεις πει ότι μας φτάνει ο Εντουαρτ;
-Γιατί Αννα μου; Δεν σας φτάνει; Ολη μέρα αγκαλιά δεν τον έχετε;
-Κι αυτό μαμά να τ' αφήναμε να πεθάνει;
-Γιατί Αννα μου; Κινδύνευε;
Τότε η Αννα, μου εξήγησε όλη την ιστορία απ' την αρχή. Με συγκίνησε η πράξη τους αλλά με στεναχώρησε πολύ η <<λάθος>> γνώμη τους για μένα.
-Σας απαγόρεψα ποτέ εγώ Αννα μου να βοηθάτε τα γατάκια; Σας είπα εγώ ποτέ να μην τα ταίζετε ή να μην τα προστατεύετε;
-Μας είπες να μην τα πιάνουμε. Πώς όμως θα το σώζαμε αν δεν το πιάναμε;
Η ερώτησή της με προσγείωσε. Είχε δίκιο.
-Θα μπορούσατε τουλάχιστον να μου το λέγατε. Αυτή η περίπτωση είναι μια εξαίρεση. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα. Εγώ σας μάλωνα γιατί εσείς πιάνατε όλα τα γατάκια της γειτονιάς. Τέλος πάντων. Εχει γίνει μεγάλη παρεξήγηση. Λυπάμαι πολύ γι' αυτό. Πού είναι τώρα το γατάκι; Του δώσατε να φάει;
-Το ταίζουμε μαμά.
-Τί το ταίζετε;
-Πήραμε γάλα απ' το ντουλάπι. Τώρα μεγάλωσε και τρώει γαριδάκια και κονσέρβες του Εντουαρτ, είπε ο Πάνος με καμάρι.
-Μεγάλωσε; Δηλαδή πόσο καιρό το έχετε;
-Οοουυυ! Πάνω από μια βδομάδα, είπε ο Πάνος καμαρωτός.
-Μια βδομάδα; Κι εμένα δεν μου είπατε τίποτα; ρώτησα στεναχωρεμένη.
Η Αννα είδε τα μάτια μου που βούρκωσαν.
-Μαμά μου, το βρήκαμε ετοιμοθάνατο. Μη μας μαλώσεις.
-Να σας μαλώσω; Γιατί; Γιατί κάνατε ότι θα έκανε κάθε παιδί ή κάθε μεγάλος; Να σας μαλώσω που ξέρετε ν' αγαπάτε και να φροντίζετε τα αβοήθητα ζωάκια; Για άλλο πράγμα θα έπρεπε να σας μαλώσω, αλλά με ξαφνιάσατε με την συμπεριφορά σας και δεν μπορώ.... με πήραν τα δάκρυα. Μ' έχετε παρεξηγήσει παιδάκια. Κι αυτό δεν το περίμενα από σας. Με απογοητέψατε. Πείτε μου. Σας χάλασα ποτέ χατήρι; Είμαι αυστηρή και παράλογη μαζί σας; Είμαι τόσο <<μπαμπούλας>>; Μ' έχετε δει ποτέ εμένα ν' αδιαφορώ για τ' αβοήθητα ζωάκια; Κι εγώ που νόμιζα ότι με ξέρετε κι ότι είμαστε φίλοι και τα συζητούμε όλα μεταξύ μας..... είπα και τα δάκρυα κύλησαν - χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω πια - στα μαγουλά μου.
- Η Αννα βλέποντάς με να κλαίω από παράπονο σηκώθηκε, ήρθε κοντά μου και μ' αγκάλιασε.
-Ξέρω μαμά ότι στεναχωρέθηκες. Δεν έπρεπε να στο κρύψουμε. Συγνώμη. Φοβόμουν όμως τόσο πολύ, μη μου πεις <<όχι>> κι εγώ αυτό το γατάκι το αγάπησα πολύ, απ' την πρώτη στιγμή που το είδα, πόσο ανάγκη είχε τη βοήθειά μου!
-Γιατί Άννα μου. Γιατί. Με σκοτώνει που το κράτησες μυστικό από μένα.
Τότε είδα και τη Αννα να δακρύζει μετανιωμένη κι αυτό με συνέφερε. Προσπάθησα να κρύψω την απογοήτευσή μου πριν αρχίσει κι ο Πάνος τα κλάματα.
-Δεν πειράζει, παιδιά. Αφού λύθηκε η παρεξήγηση, τέλος καλό... όλα καλά. Εγώ φταίω. Επρεπε να σας μιλήσω περισσότερο γι' αυτές τις εξαιρέσεις. Θα ήθελα όμως, να μην έχουμε άλλη φορά μυστικά μεταξύ μας. Μου το υπόσχεστε;
-Ναι, είπαν και τα δυο.
-Πού είναι τώρα το γατάκι σας; Εφαγε για μεσημέρι;
-Στον κήπο. Εφαγε και τώρα το βάζει η Αρτεμις να κοιμηθεί. Αυτή μόνο το πιάνει. Δεν το πιάνουμε εμείς, είπε ο Πάνος για να με κάνει να χαρώ, ενώ πλησίασε κι αυτός δειλά δειλά στην αγκαλιά μου.
Με πρόσβαλλαν τα λόγια του γιού μου και νευριασμένη, του είπα:
-Δεν κατάλαβες Πανούλη. Οταν είπα να μην πιάνετε τα αδέσποτα γατάκια, δεν εννοούσα μόνο εσάς. Εννοούσα όλα τα παιδιά. Είπα για σας γιατί εσείς είστε παιδιά μου και με σας μιλούσα. Δεν εννοούσα ότι τ' άλλα τα παιδιά πρέπει να τα πιάνουν. Δεν ενδιαφέρομαι μόνο για σας και αδιαφορώ για τ' άλλα τα παιδάκια. Ολα τα παιδάκια πρέπει να προσέχουν γιατί θα θυμάστε τι πάθαμε με την Χαδιάρα. Τα μικρόβια δεν ξεχωρίζουν τον Πάνο, την Αννα ή την Αρτεμη. Δεν ξεχωρίζουν φτωχά και πλούσια παιδάκια. Πώς το καταλάβατε αυτό; Σας έδωσα ποτέ να καταλάβετε ότι θέλω μόνο εσείς να είστε γερά και τ' άλλα τα παιδιά άρρωστα; Πόσο λίγο με ξέρετε...είπα απογοητευμένη.
- Μα μαμά, η μαμά της Αρτεμις την αφήνει να πιάνει γατάκια. Αλλωστε έχουν τρία στο σπίτι τους και χωρίς να τα έχουν κάνει εμβόλιο, είπε ο Πάνος.
-Ασε τη μαμά της Αρτεμις. Εκείνη και να θέλει να τα εμβολιάσει, δεν έχει λεφτά.
Η Αννα έκλαιγε κρύβοντας το πρόσωπό της, σαν να ήθελε να κρυφτεί να μην την βλέπω. Ντράπηκε που φέρθηκε τόσο επιπόλαια και στεναχωρέθηκε πολύ.
Εμένα πάλι, παρ' όλο που στεναχωρέθηκα δεν μου άρεσε να βλέπω τα δυο παιδιά μου να κλαίνε κι ενώ θα ήθελα να κλάψω κι εγώ μαζί τους σαν παιδί, σκούπισα τα δάκρυά μου, χαμογέλασα και τους είπα:
-Λοιπόν, πάμε να μου γνωρίσετε το γατάκι σας;
Κατεβήκαμε και οι τρεις στον κήπο. Το γατάκι ήταν τυλιγμένο σ' ένα κουρελάκι και κοιμόταν στην αγκαλιά της Αρτεμις. Η Αρτεμις καθόταν σε μια καρέκλα του κήπου και το κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της.
-Γειά σου, Αρτεμη. Για να δω το γατάκι σας. Γιατί το έχεις τυλιγμένο μ' αυτή τη ζέστη;
-Το έκανα μπάνιο και κρυώνει, μου απάντησε εκείνη φοβισμένη μη τη μαλώσω.
-Το έκανες μπάνιο; Γιατί; Ηταν βρώμικο;
-Ναι, μου απάντησε η Αρτεμη με σκυμμένο το κεφάλι.
-Δεν πειράζει, Αρτεμη. Αφού ήταν βρώμικο... Μου το δίνεις σε παρακαλώ να το δω;
Η Αρτεμη μου το έδωσε στην αγκαλιά μου προσεχτικά, λες και κρατούσε στα χέρια της ένα ακριβό κρυστάλινο ποτήρι. Το ξεσκέπασα.
n -Ωωωω! Τι όμορφο που είναι! Είπα χαϊδεύοντας το και είδα όλα τα παιδιά να χαμογελούν ικανοποιημένα για την πρώτη μου εντύπωση και για την πρώτη μου εκδήλωση αγάπης.
n Ο Πάνος όμως...
-Μαμά, εσύ γιατί το πιάνεις; με ρώτησε σοβαρός. -Γιατί εγώ είμαι μεγάλη και ξέρω τι πρέπει να κάνω για να προστατέψω την υγεία μου, του απάντησα μάλλον θυμωμένη.
-Εσείς οι μεγάλοι όλα τα ξέρετε..., μουρμούρησε ο μικρός.
Κοίταξα τον γιό μου και ένιωσα ότι έβλεπα
δίπλα μου ένα μεγάλο άντρα. Απέφυγα να του απαντήσω γιατί κατάλαβα ότι δεν ήμουν σε καλή
ψυχολογική κατάσταση κι έπειτα, ο μικρός, η Αννα, ακόμη και η Αρτεμις, μου απέδειξαν πως
σε κάποια θέματα ξέρουν καλύτερα. Αλλαξα κουβέντα και...
-Μα... αυτό τρέμει, είπα και του έβγαλα το κουρελάκι που το είχε τυλίξει η Αρτεμις.
Ολα έδειχναν ότι το γατάκι ήταν ήδη άρρωστο. Το άφησα κάτω να περπατήσει και είδα ότι εκτός που ήταν κοκκαλιάρικο, ήταν πολύ εξαντλημένο και δεν μπορούσε να στηρίξει τα πόδια του. Με το πρώτο βήμα βρέθηκε ξαπλωμένο κάτω.
-Μα αυτό είναι άρρωστο. Δεν κρυώνει μόνο απ' το μπάνιο που του έκανες Αρτεμη.
-Δηλαδή θα πεθάνει; με ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Πάνος.
Τα κορίτσια περίμεναν κι αυτά με αγωνία την απάντησή μου. Εβλεπα τα λυπημένα μάτια των παιδιών και κηδεμόνων αυτού του γατιού κι ένιωσα βαθιά μέσα μου την δύναμη αυτής της αγάπης.
-Μην ανησυχείτε. Θα το κάνουμε καλά, είπα. Μόνο να το τυλίξουμε να μην κρυώνει και εγώ θα πάω επάνω, να πάρω ότι χρειάζομαι.
-Μπορώ μαμά να το πάρω αγκαλιά; ρώτησε η Αννα με βουρκωμένα μάτια.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αγάπη της γι αυτό το γατάκι. Μου έκανε ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση που δεν δίστασε να μου ζητήσει κάτι που ήξερε ότι το απαγόρευα. Ξεχνώντας τη Χαδιάρα, είπα:
-Μπορείς Αννα μου, και την είδα να τρέχει να μ' αγκαλιάζει και να με φιλάει.
Ο Πάνος κοίταζε όλο ζήλεια, αλλά για πρώτη φορά δεν άνοιξε το στόμα του. Βλέποντάς τον όμως μ' αυτό το θλιμμένο και παραπονιάρικο ύφος, είπα από μόνη μου:
-Μπορείς κι εσύ Πανούλη να το πάρεις αγκαλιά, μόνο μην βάλετε τα χέρια σας στο στόμα σας μέχρι να έρθω.
Ο Πάνος δεν με φίλησε. Μου έσκασε μόνο ένα χαμόγελο.... που ήταν σαν να μου είχε δώσει χίλια φιλιά. Ενώ εγώ ανέβηκα στο σπίτι, η Αρτεμις ρώτησε την Αννα:
-Γιατί η μαμά σου κάνει έτσι; Λες και το γατάκι είναι γεμάτο μικρόβια!
-Από τότε που την <<πάθαμε>> με την Χαδιάρα έχει γίνει υπερβολική.
-Τί πάθατε δηλαδή;
-Θα σου εξηγήσει ο Πάνος. Εγώ πρέπει να πάω επάνω να τη βοηθήσω. Το γατάκι μας πρέπει να ζήσει.


Ανέβηκα πάνω. Εβαλα στο μπρίκι νερό να ζεσταθεί για να του αραιώσω τη μικρή ασπιρίνη που θα του έδινα μαζί με το γάλα. Εριξα μέσα και λίγες σταγόνες απ' το σιρόπι σιδήρου που έπιναν τα παιδιά. Ενώ ετοίμαζα αυτά, ήρθε και η Αννα επάνω.
-Μαμά ήρθα να σε βοηθήσω. Τί μπορώ να κάνω;
Ηταν φανερό. Η Αννα ήθελε το γατάκι τους να γίνει γρήγορα καλά.
-Μπράβο, Αννα μου. Και βέβαια μπορείς να με βοηθήσεις. Πάρε απ' το ντουλάπι δυο πετσέτες καθαρές του Εντουαρτ, πάρε το οινόπνευμα και ένα σαπούνι. Τα υπόλοιπα θα τα πάρω εγώ.
-Αμέσως μαμά μου. Σ' ευχαριστώ που φροντίζεις το γατάκι μας, μου είπε όλο χαρά και ήρθε κοντά μου, μ' αγκάλιασε και με φίλησε.
Την αγκάλιασα και την φίλησα κι εγώ. Ημουν χαρούμενη που είχα μια τόση πονόψυχη και ευαίσθητη κόρη, αλλά αυτή η ευαισθησία της με φόβιζε. Αν το γατάκι τελικά ήταν πολύ άρρωστο και δεν μπορούσα να το κάνω καλά;
Ηταν Σάββατο και ο γιατρός μας ήταν κλειστός. Τί θα γινόταν μέχρι την Δευτέρα; Τα λεφτά μας τον τελευταίο καιρό ήταν μετρημένα. Πώς θα το πήγαινα στον γιατρό; Ο άντρας μου πάλι, φώναζε ότι ο Εντουαρτ με τις κονσέρβες του είναι πολυέξοδος. Πώς θα του έλεγα για ένα άλλο γατάκι; Αυτές οι σκέψεις με έφεραν και μένα στην πραγματικότητα και τραβήχτηκα απ' την αγκαλιά της.
-Γρήγορα Αννα μου. Οσο πιό γρήγορα πιεί το φάρμακο τόσο πιό γρήγορα θα γίνει καλά.
Για πότε εξαφανίστηκε από κοντά μου δεν το κατάλαβα. Νοιαζόταν για το γατάκι τους κι απ' το ύφος μου καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Για πρώτη φορά μοίραζε την αγάπη της που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένη στον Εντουαρτ. Ετσι δεν δίστασε να του στερήσει δυο πετσέτες και το δεύτερο σπιτάκι του. Είχε μάθει άλλωστε στα Θρησκευτικά ότι:
<< Ο έχων δύο χιτώνες, δίνει τον ένα >>.
-Φέρε και το οινόπνευμα απ' το φαρμακείο, της είπα.


Κατεβήκαμε γρήγορα στον κήπο. Ο Πάνος με την Αρτεμη μας κοίταζαν κατάπληκτοι. Δεν μιλούσαν όμως γιατί φοβόντουσαν μην μετανιώσω και τους πω: <<Πάτε το εκεί που το βρήκατε>>. Με μεγάλη τους έκπληξη μ' έβλεπαν να το φροντίζω σαν νοσοκόμα.
Εγώ έβαλα το σπιτάκι του Εντουαρτ σε μέρος που το βλέπει ο ήλιος. Εστρωσα μια πετσέτα του Εντουαρτ για στρώμα, του έδωσα να πιεί το γάλα με το φάρμακο που είχα ετοιμάσει και το έβαλα να κοιμηθεί. Επειδή έδειχνε ότι κρύωνε, σκέπασα και την πλατούλα του, με την άλλη πετσέτα του Εντουαρτ. Τα παιδιά με κοίταζαν και η χαρά είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό τους.
-Λοιπόν, κυρίες και κύριοι. Για ελάτε εδώ τώρα, τους είπα αρκετά σοβαρή.
Κατευθύνθηκα προς την βρύση κι αυτά με ακολούθησαν. Επλυνα τα χέρια μου με σαπούνι και μετά με οινόπνευμα. Τα σκούπισα με την δική μας καθαρή πετσέτα.
-Είδατε τι έκανα; Τώρα θα κάνετε το ίδιο και εσείς. Κι εσύ Αρτεμη.
Τα παιδιά κατάλαβαν την δόση αυστηρότητας που είχαν τα λόγια μου, αλλά δεν τόλμησαν να πουν κουβέντα. Επλυναν τα χέρια τους και οι τρείς. Εκαναν ότι τους είπα, για να μην με νευριάσουν και χάσουν την χαρά να έχουν κοντά τους το αγαπημένο τους γατάκι.
-Ετσι μπράβο. Μια και είστε μεγάλοι πια και αναλάβατε μόνοι σας υποχρεώσεις, πρέπει να μάθετε και μερικά πράγματα:
Το γατάκι αφού δεν έχει κάνει εμβόλιο, δεν το φιλάμε. Το χαιδεύουμε μόνο και μετά πλένουμε τα χέρια μας, όπως κάναμε πριν. Και αποφεύγουμε τις πολλές αγκαλιές. Αλλωστε στα ζωάκια δεν αρέσουν πολύ οι αγκαλιές. Περιμένουν από μας να τους δείξουμε με άλλο τρόπο την αγάπη μας.
-Πώς μαμά; ρώτησε ο Πάνος.
-Με το να του δώσουμε τροφή και στέγη και να παίζουμε μαζί του. Λοιπόν, σ’ αυτό εδώ το κουπάκι θα βάζετε το γάλα ή το φαγητό και στο άλλο νερό. Κάθε φορά που θα βάζετε καινούριο, θα πλένετε το κουπάκι, γιατί είναι καλοκαίρι, χαλάει απ’ τη ζέστη και μπορεί να αρρωστήσει. Εντάξει μέχρι εδώ. Καταλάβατε.
-Ναι μαμά, αλλά θα ζήσει; Θα το κρατήσουμε; ρώτησε η Αννα.
-Και βέβαια θα ζήσει, αν το φροντίσουμε σωστά. Μόνο να μην το ξανακάνετε μπάνιο με κρύο νερό. Εντάξει Αρτεμη;
-Εντάξει, είπε δειλά η Αρτεμη.
-Θα το κρατήσουμε όμως, επανέλαβε ο Πάνος.
-Θα το κρατήσουμε Πανούλη, αλλά εδώ στην αυλή.
Δεν χρειαζόταν να του εξηγήσω περισσότερα γιατί ήξερε ήδη τους λόγους που δεν θα το παίρναμε πάνω.
-Αλλωστε, συνέχισα, δεν είναι μόνο δικό μας. Είναι και της Αρτεμις και απ' ότι μου είπατε το φροντίζετε όλα μαζί τα παιδιά. Ετσι δεν είναι;
-Ετσι είναι, είπε η Αννα.
-Τότε θα πρέπει να μείνει εδώ για να μπορούν να το φροντίζουν όλα τα παιδιά.
-Εγώ όμως θα είμαι ο μπαμπάς, είπε ο Πάνος φοβούμενος μην του πάρουν τον ρόλο.
-Κι εμείς οι μαμάδες, είπε η Αννα κοιτάζοντας την Αρτεμη.


ΤΟ ΓΑΤΑΚΙ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ


Οι μέρες περνούσαν. Το γατάκι μεγάλωνε.
-Μαμά, πώς θα το φωνάζουμε; με ρώτησε η Αννα.
-Γκλώρη, πετάχτηκε ο Πάνος για να μ' ευχαριστήσει.
-Φοριούλα, είπε η Αννα για να μ' ευχαριστήσει κι αυτή.
-Τί θα λέγατε να το λέμε : <<Το γατάκι της αυλής>>; ρώτησα εγώ.
-Και πώς θα το φωνάζουμε μαμά; << Ελα γατάκι της αυλής;>> είπε ο Πάνος και ξέσπασε στα γέλια.
-Δίκιο έχει ο Πάνος, μαμά. Είναι δύσκολο να το φωνάζουμε έτσι. Θα περιμένουμε πολύ καιρό για να το μάθει και να μας ακούει.
-Ε, τότε βρείτε του ένα όνομα όλα τα παιδιά μαζί. Εμείς για να το ξεχωρίζουμε απ' τον Εντουαρτ, θα το λέμε: << το γατάκι της αυλής>>. Κι όταν συμφωνήσετε και βρείτε ένα όνομα, μου το λέτε κι εμένα για να το φωνάζω κι εγώ. Αλλωστε το γατάκι είναι δικό σας. Εσείς θ' αποφασίσετε. Τα παιδιά έδειξαν να συμφωνούν μαζί μου.
Ο καιρός περνούσε και το γατάκι της αυλής δεν απέκτησε όνομα. Κάθ' ένα παιδί έλεγε κι από ένα όνομα κι απογοητεύτηκαν όταν είδαν ότι το γατάκι δεν αντιδρούσε σε κανένα. Δεν μπορούσαν όμως να συμφωνήσουν κι έτσι παραιτήθηκαν απ' το θέμα του ονόματος γιατί εκείνο που επείγε ήταν πώς Θα μεγαλώσουν το αγαπημένο τους γατάκι. Εμείς όμως συνεχίζαμε να το λέμε << το γατάκι της αυλής >> που δεν ήταν όνομα, αλλά η αλήθεια. Aυτή η έκφραση το ξεχώριζε απ' το γάτο του σπιτιού μας, τον Εντουαρτ και απ' τα άλλα τα αδέσποτα γατάκια της γειτονιάς.
Το γατάκι της αυλής τράβηξε την αγάπη απ' όλα τα παιδιά της γειτονιάς και απ' τους γονείς που μένουν κοντά στην αυλή μας. Ολοι κάθε μέρα είχαν κάτι να του δώσουν να φάει. Πολλές φορές το γατάκι δεν ήξερε τι να διαλέξει.
Ο κήπος μας είχε γίνει η παιδική χαρά της γειτονιάς. Τ' αγόρια πιό ζωηρά πάντα απ' τα κορίτσια, το παίδευαν. Η Αννα γκρίνιαζε συνέχεια.
-Μαμά ο Βασίλης δεν τ' αφήνει να κοιμηθεί.
-Μαμά, ο Δημήτρης το ξύπνησε για να το πάρει αγκαλιά.
Κύριοι κηδεμόνες του ήταν η Αρτεμις, η Αννα και ο Πάνος. Απ' τους μεγάλους ήμουν εγώ.
Το γατάκι της αυλής μεγαλώνοντας αποδείχτηκε πολύ παιχνιδιάρικο. Αλλωστε, ποιό γατάκι δεν είναι; Επαιζε με τα μακριά κλωνάρια απ' τις ιτιές, έκανε κούνια, τούμπες και ήταν πολύ αστείο. Σκαρφάλωνε με μεγάλη άνεση στις ιτιές και δεν άφηνε ήσυχο ζουζούνι για ζουζούνι, πεταλούδα για πεταλούδα....
Επαιζε με το τραπεζομάντηλο του τραπεζιού του κήπου και κατάφερε να το κάνει χίλια κομματάκια. Ενα μεσημέρι ευτυχώς που το είδαν τα παιδιά απ' το μπαλκόνι, έτρεξαν και το ξέμπλεξαν. Κινδύνευε να πνιγεί.
Επαιζε και με τα παιδιά. Το κυνηγούσαν και τους κυνηγούσε. Σκαρφάλωνε στα πόδια τους, έπαιζε με τα παπούτσια τους, δάγκωνε τα ρούχα τους....
Οσο ήταν ακόμη καλοκαίρι, το γατάκι θα μπορούσε να χαρεί την αυλή και να λέγεται:<<το γατάκι της αυλής>>. Τον χειμώνα όμως; Με τις βροχές, τα κρύα και τα χιόνια, τί θα γινόταν;
Τα παιδιά ήταν πολύ μικρά για να το σκεφτούν αυτό. Εμένα όμως με προβλημάτιζε πολύ. Είχα αρχίσει ν' αγαπώ πολύ αυτό το γατάκι. Το θαύμαζα που ήταν όμορφο, παιχνιδιάρικο, υπάκουο και πάνω απ' όλα, χαιρόμουν που έτρωγε απ' όλα τα φαγητά. Ημουν νευριασμένη με τον Εντουαρτ που έτρωγε μόνο κονσέρβα. Σκεφτόμενη λοιπόν τον χειμώνα, είπα μια μέρα στα παιδιά που ήταν μαζεμένα στην αυλή.
-Παιδιά, δεν νομίζετε ότι θα ήταν καλύτερα, να είναι εμβολιασμένο το γατάκι σας για να μπορείτε να το φιλοξενείτε και στο σπίτι σας, τις κρύες νύχτες του χειμώνα; Ετσι δεν θα κινδυνεύετε κι εσείς απ' τα μικρόβια και πάνω απ' όλα θα είναι γερό και το γατάκι σας.
-Ναι, είπαν όλα με μια φωνή.
-Μπράβο που συμφωνείτε. Το εμβόλιο όμως και ο κτηνίατρος θέλει λεφτά. Λεφτά έχετε;
-Οχι, είπαν διστακτικά και στεναχωρημένα.
-Τότε πώς θα γίνει;
-Θα ζητήσουμε απ' τους γονείς μας, είπε η Λίτσα.
-Δεν νομίζω ότι είναι σωστό. Το γατάκι είναι δικό σας και θα πρέπει να το φροντίσετε μόνοι σας.
-Ναι αλλά πώς; είπε η Γιάννα. Πού θα βρούμε τα λεφτά; Εμείς δεν έχουμε δικά μας λεφτά.
-Θα σας πω εγώ το πως, είπα και ρώτησα τον Πάνο:
-Πάνο, πόσα παγωτά έφαγες σήμερα;
-Τρία, αλλά τί σχέση έχουν τα δικά μου παγωτά, ρώτησε ξαφνιασμένος ο Πάνος. Θα έδινα και στο γατάκι να φάει ένα; είπε κι έβαλε τα γιέλια.
-Θα μπορούσες Πάνο, να φας μόνο ένα και τα υπόλοιπα λεφτά να τα βάλεις στον κουμπαρά σου, για να μαζέψεις λεφτά για το εμβόλιο. Η μήπως δεν τ' αγαπάς τόσο πολύ όσο νόμιζα;
-Τ' αγαπάω μαμά, αλλά μ' αρέσουν και τα παγωτά!
-Το ξέρω, Πανούλη μου. Αν φας όμως πέντε παγωτά λιγότερα φέτος το καλοκαίρι, δεν νομίζω ότι θα πάθεις τίποτα. Θα πάθεις;
-Οχι...
-Αλλωστε, τα πολλά παγωτά κάνουν κακό στο λαιμό και στα δόντια. Μπορεί να στερηθείς κάτι που σ' αρέσει τόσο πολύ, αλλά σκέψου πόσο χαρούμενος και υπερήφανος θα είσαι όταν θα βλέπεις το γατάκι σου τον χειμώνα ν' απολαμβάνει την ζεστασιά του σπιτιού.
-Κατάλαβες, Αννα; Εσείς παιδιά καταλάβατε πως θα βρείτε τα λεφτά; Εσύ, Μαρία; Εσύ, Μάχη;
-Ναι, είπαν όλα τα παιδιά.
-Αν στερειθείτε κατι τόσο ασήμαντο, όπως είναι ένα παγωτό, θα μαζέψετε όλα τα παιδιά κάποια λεφτά και μετά θα σας βοηθήσω κι εγώ. Συμφωνείτε;
-Ναι, είπαν όλα τα παιδιά χαρούμενα, ίσως γιατί αυτή η στέρηση θα ήταν για όλους.
Ο Πάνος χαμογελούσε τώρα ικανοποιημένος που δεν θα ήταν ο μόνος που θα έπρεπε να στερηθεί κάτι. Αυτό έκανε την δική του στέρηση πιό ανώδυνη.
Την άλλη μέρα που κατέβηκα κάτω να ποτίσω τον κήπο, είδα τα παιδιά να έρχονται ένα ένα κοντά μου.
-Κυρία Ελπίδα, εγώ έχω εκατό δραχμές είπε η Μαρία.
-Εγώ έχω εκατόν τριάντα, είπε ο Δημήτρης.
-Εγώ δεν έχω καθόλου, είπε στεναχωρημένη η Αρτεμις.
-Δεν πειράζει, Αρτεμη. Κι εσείς παιδιά, βάλτε τα λεφτά στον κουμπαρά σας. Μπράβο που αγαπάτε τόσο το γατάκι σας. Και επειδή είστε καλά παιδιά και στερηθήκατε σήμερα το παγωτό σας, περιμένετε να σας κεράσω απ' το δικό μου σπιτικό παγωτό. Ετσι θα φάτε και παγωτό και θα έχετε και τα λεφτά σας.
-.....
Τα παιδιά με κοίταζαν ευχαριστημένα.
Εκείνη την στιγμή, πήδηξε τα κάγκελα του κήπου μας με την μπάλα του, ο Πάνος.
-Τί έγινε Πάνο; Τα παιδιά μάζεψαν κι όλας λεφτά. Εσύ τί έκανες; Μάζεψες τίποτα;
-Πώς να μαζέψω; Αφού σήμερα έκανες σπιτικό παγωτό και δεν μου έδωσες λεφτά για ν' αγοράσω απ' το περίπτερο, είπε ο Πάνος νευριασμένος.
-Δίκιο έχεις. Αυτό δεν το σκέφτηκα. Γι' αυτό κάτσε κι εσύ εδώ να φας απ' το παγωτό μου και μετά θα σου δώσω ένα κατοστάρικο να βάλεις στον κουμπαρά σου.
-Γιατί κατοστάρικο;
-Τόσο δεν κάνει το ξυλάκι κακάο που τρως;
-Οχι. Κάνει εκατόν είκοσι.
-Εντάξει. Θα σου δώσω εκατόν είκοσι.
-Εγώ όμως σήμερα, θα ήθελα να φάω πύραυλο, είπε διστακτικά ο Πάνος, κατεβάζοντας τον τόνο της φωνής του και σκύβοντας το κεφάλι.
-Και πόσα κάνει ο πύραυλος;
-Διακόσιες πενήντα! είπε με καμάρι, βρίσκοντας τον τόνο της φωνής του.
-Α! Εχεις και ακριβά γούστα! Εντάξει. Θα σου δώσω διακόσιες πενήντα, λοιπόν.
-Κι εμένα μαμά, φώναξε η Αννα που ήταν πιο πέρα και είχε ακούσει την συζήτηση.
-Κι εσένα Αννα μου, είπα χαμογελαστή και ικανοποιημένη.
Χαιρόμουν που τα παιδιά γινόταν υπεύθυνα για κάτι. Χαιρόμουν που μ'αυτό τον τρόπο, τους μάθαινα να κάνουν οικονομία. Χαιρόμουν ακόμη και για την πονηριά του Πάνου, για τον ακριβό πύραυλο, με σκοπό να μαζέψει περισσότερα λεφτά, για το γατάκι τους.
Ξέρω ότι θα μπορούσα να βοηθήσω τα παιδιά, απ' την αρχή. Ηθελα όμως με αφορμή αυτό το γατάκι να τους κάνω κάποια μαθήματα. Ημουν περίεργη για τ' αποτελέματα κι ήθελα να δω τί θα κατάφερναν αυτοί οι μικροί <<μεγάλοι>> κηδεμόνες.
Οταν θα έφτανε ο χειμώνας, θα βλέπαμε τι θα κάναμε. Προς το παρόν, το γατάκι ήταν ελεύθερο στη φύση κι ευτυχισμένο απ' την φροντίδα και την αγάπη των παιδιών. Σε αντίθεση με τον Εντουαρτ που το κοίταζε παραπονεμένος απ' το μπαλκόνι και ίσως ζήλευε που μοιραζόταν το ενδιαφέρον μας που κάποτε ήταν ολοκληρωτικά δικό του.
Ωστόσο τα παιδιά μου, δεν παρέλειψαν να τον παίρνουν αγκαλιά και να τον πηγαίνουν βόλτες στον κήπο, όπως κάνουν συνήθως. Τον γνώρισαν βέβαια με το γατάκι της αυλής, αλλά ο Εντουαρτ

A Π Ο Υ Σ Ι Α



Οι μέρες περνούσαν. Ολα κυλούσαν όμορφα.
Ενα Σαββατοκύριακο έπρεπε να πάμε στο χωριό. Τον Εντουαρτ θα τον παίρναμε μαζί μας. Το πρόβλημά μας ήταν το γατάκι της αυλής. Η Αρτεμις έλειπε στην κατασκήνωση. Θα γύριζε σε μια βδομάδα. Την κύρια φροντίδα του για το φαγητό του μεσημέρι βράδυ την είχαν τα παιδιά μου κι εγώ.
Βέβαια κάποιες φορές, το είχαν ταίσει ήδη τα άλλα παιδιά αλλά δεν μπορούσαμε να είμαστε ξέγνοιαστοι ότι το γατάκι είχε φάει. Τα άλλα παιδάκια ήταν κοντά του εθελοντικά. Οταν είχαν ελεύθερο χρόνο ή όταν είχαν διάθεση ν' ασχοληθούν μαζί του. Ετσι δεν μπορούσα να ξεγνοιαστώ στα παιδιά. Δεν μπορούσα όμως και να μην πάω στο χωριό. Να το πάρουμε μαζί μας ήταν αδύνατο. Ηταν ζωηρό και δύσκολα θα μπορούσαμε να το κλείσουμε μέσα στο αυτοκίνητο για δυο ώρες.
Αλλωστε στα γατάκια, δεν αρέσουν τα ταξίδια. Αυτό το διαπιστώσαμε κι απ' την συμπεριφορά του Εντουαρτ. Το ταξίδι μαζί του, γίνεται πολύ δύσκολο.
Εκτός αυτού όμως δεν είχα το δικαίωμα να το πάρω μαζί μου. Αν το αναζητούσαν τα παιδιά; Κι αν πάλι εκεί στο χωριό το έχανα; Τί θα γινόταν; Αυτό ήταν μαθημένο να ζει ελεύθερο κι όχι κλεισμένο στο σπίτι. Μπορεί να το βρήκε η κόρη μου, αλλά δεν το βρήκε μόνη της.
Απ' την αρχή είχα δεχτεί ότι αυτό το γατάκι ήταν όλων των παιδιών της γειτονιάς. Ηταν η ευκαιρία που τους δινόταν για να μάθουν να είναι υπεύθυνα σε κάτι και να μάθουν να μοιράζονται. Ηταν η ευκαιρία που θα μάθαιναν να λειτουργούν σαν μία ομάδα και πάνω απ' όλα ήταν η ευκαιρία να μάθουν ν' αγαπούν και να φροντίζουν τα ανυπεράσπιστα ζωάκια. Αυτό θα τους βοηθούσε να είναι κοινωνικοί και με τους ανθρώπους.
Ημουν στεναχωρημένη που θα φεύγαμε, αλλά δεν ήθελα να το καταλάβουν τα παιδιά. Πήγαμε όλοι
μαζί στον κήπο, περιποιήθηκα το γατάκι. Του άφησα ξερή τροφή για δυο μέρες. Του έβαλα και σε ένα μεγάλο μπολάκι νερό, για να είναι σταθερό, να μην το χύσει παίζοντας και δεν έχει όταν διψάσει. Τακτοποίησα την γωνίτσα του και είπα στα άλλα παιδιά και σε μια γειτόνισσα που βλέπει η πόρτα της στον κήπο μας, να το προσέχουν. Τους ενημέρωσα ότι του είχα αφήσει τροφή και νερό, αλλά δεν τους απογόρεψα να του δώσουν κάτι φρέσκο αν θέλουν ή να του αλλάξουν το νερό βάζοντάς του καθαρό και δροσερό. Ετσι φύγαμε πιό ξέγνοιαστοι για το χωριό κι εγώ και τα παιδιά.
Στο χωριό περάσαμε όμορφα. Κάναμε μπάνιο στην καθαρή και ιωδιούχα θάλασσα του Χορευτού. Χαρήκαμε την ομορφιά της φύσης και αναπνεύσαμε το καθαρό οξυγόνο του καταπράσινου βουνού του Πηλίου.
Πολλές φορές συζητούσαμε με τα παιδιά για το γατάκι της αυλής. Στα παιδιά ήταν φανερό ότι τους έλειπε πολύ. Τους είχε γίνει συνήθεια πια να το βλέπουν, να το παίζουν, να το φροντίζουν, να τ' αγαπούν. Εγώ στεναχωριόμουν που δεν μπορούσα να δώσω τη χαρά στα παιδιά μου να το έχουν κοντά τους. Αυτή την στεναχώρια μου όμως δεν την εκδήλωνα ποτέ. Αντιθέτως τους έλεγα συχνά ότι το γατάκι είναι όλων των παιδιών. Αυτό ήταν κάτι που δεν τους άρεσε. Με τον καιρό όμως το κατάλαβαν και το δέχτηκαν.
Ηταν να φύγουμε απ' το χωριό Κυριακή βράδυ, γιατί στην πόλη έκανε πολύ ζέστη. Επειδή ένιωθα ότι στα παιδιά έλειπε το γατάκι, φύγαμε το μεσημεράκι για να το δουν έστω και λίγες ώρες νωρίτερα. Ηξερα ότι αυτό θα τους έδινε χαρά και ιδιαίτερα στην Αννα που όλο το Σαββατοκύριακο, μόνο για το γατάκι της αυλής μιλούσε.
Φτάσαμε στο σπίτι μας στην πόλη, γύρω στις πέντε. Κουβαλήσαμε πάνω τα πράγματα και τα παιδιά έτρεξαν στο μπαλκόνι να το δουν. Είδαν το σπιτάκι του σκεπασμένο και σκέφτηκαν ότι κοιμάται. Ετρεξαν στην κουζίνα να ετοιμάσουν το φαγητό του και κατέβηκαν γρήγορα στην αυλή. Κοντά του.
Εγώ, αν και ταλαιπωρήθηκα να κουβαλήσω τα υπόλοιπα πράγματα απ' το αυτοκίνητο, δεν γκρίνιαξα γιατί ήξερα την λαχτάρα των παιδιών να δουν το γατάκι τους. Αλλωστε γι αυτό δεν φύγαμε απ' το χωριό νωρίτερα; Πώς λοιπόν να τα μαλώσω που με παράτησαν μόνη να κουβαλάω τα παιχνίδια τους, τα βιβλία τους τα κουβαδάκια τους και τα βαρκάκια τους;
Δεν πρόλαβα να τακτοποίησω τα πράγματα, όταν είδα την Αννα να ανεβαίνει κλαίγοντας στις σκάλες. Κάτι έλεγε, μα δεν την καταλάβαινα γιατί έκλαιγε με λυγμούς τόσο δυνατούς που χρειάστηκε να της δώσω νερό για να την συνεφέρω και να μπορέσει να αναπνεύσει κανονικά.
Εγώ τρόμαξα. Σκέφτηκα πως κάπου χτύπησε ή κάτι την τσίμπησε. Από πίσω ήρθε και ο Πάνος που δεν έκλαιγε, μα η στεναχώρια του ήταν ολοφάνερη.
-Τι συμβαίνει, Αννα μου; Τι έπαθες; Ηρέμησε και μίλα μου σε παρακαλώ.
-Μαμά, το γατάκι μας.... είπε και σπάραξε πάλι από λυγμούς, χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει.
Φοβήθηκα πολύ για την υγεία της. Της έβρεξα το πρόσωπό και της έδωσα κι άλλο νερό. Χρειάστηκε να την μαλώσω για συνέλθει. Επεφτε λιπόθυμη στην αγκαλιά μου, χωρίς να μου λέει τι συμβαίνει.
Ο Πάνος πάλι, δεν μιλούσε. Μόνο κοίταζε την Αννα σαν να την καταλάβαινε.
-Πάνο, πέσ' μου εσύ τι συμβαίνει.
-Θα σας πω εγώ κυρία Ελπίδα, μου είπε η Μάγδα. Το πότε βρέθηκαν τόσα παιδιά μέσ' το σπίτι δεν το είχα καταλάβει. Είχαμε αφήσει την πόρτα ανοιχτή ή χτύπησαν το κουδούνι και τους άνοιξε ο Πάνος κι εγώ δεν το κατάλαβα; Οπως και να είχε, τα παιδιά ήταν όλα εδώ στεναχωρημένα για κάτι και συμπαραστέκονταν στην Αννα. Μόνο που εγώ δεν ήξερα τι ήταν αυτό το <<κάτι>>. Εβλεπα την Αννα να σπαρταράει, τόσα παιδιά γύρω μου και μου ερχόταν τρέλα.
-Πες μου Μάγδα σε παρακαλώ, γιατί θα τρελαθώ!
-Θα σου πω εγώ μαμά, είπε ο Πάνος.
-Αντε, ρε Πάνο μ' έχετε σκάσει.
-Το γατάκι δεν ήταν κάτω, είπε ο Πάνος μασώντας τα λόγια του.
-Ε! και τί έγινε; Κάπου θα πήγε. Γι' αυτό κάνετε έτσι; ρώτησα νευριασμένη.
Σκέφτηκα ότι μπορεί να έφυγε μόνο του, αναζητώντας τροφή γιατί ίσως του την έφαγαν οι άλλες γάτες της γειτονιάς. Σκέφτηκα ότι μπορεί να χάθηκε ή ακόμη κι ότι κάποιοι το έκλεψαν ή το έκρυψαν.
Ο Πάνος δεν μίλησε, ενώ η Αννα συνέχιζε να κλαίει και να μ' εκνευρίζει. Κοίταξα την Μάγδα, περιμένοντας κάποια εξήγηση.
-Κυρία Ελπίδα.....η μικρή Μαργαρίτα το έκανε
μπάνιο, το ξέχασε στο νερό και το γατάκι πνίγηκε..... Δε ξέρω ακριβώς... Δε μας λέει.
-Ποιός; Τί; Τί λες Μάγδα; Καταλαβαίνεις τι λες;
Ρωτούσα χωρίς να πιστεύω σ' αυτό που άκουσα. Τώρα κατάλαβα το λόγο για το σπαραχτικό κλάμα της Αννας. Είχε δίκιο το παιδί που έκλαιγε έτσι. Το αγαπούσε πολύ. <<Το γατάκι της αυλής>> ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι. Ηταν κάτι που την είχε κάνει να γίνει πρώιμα << μαμά >>.
-Η Μαργαρίτα το έκανε μπάνιο; Πότε; ρώτησα νευριασμένη την Μάγδα, γιατί εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν μόνο τον πόνο της κόρης μου.
-Το πρωί, μου απάντησε δειλά.
Μα τι έλεγε η Μάγδα; Την πίστεψα κι εγώ όπως η Αννα; Η Μαργαρίτα είναι τεσσάρων χρονών αγγελουδάκι που δεν μπορεί να κάνει κακό ούτε σ' ένα μυρμύγκι. Και να το ήθελε, δεν θα το μπορούσε. Ηταν ένα αστείο ψέμα των παιδιών και μόνο, σκέφτηκα.
-Τί χαζομάρες είναι αυτές; Για σταματήστε τ' αστεία, είπα πάλι νευριασμένη.
-Δεν είναι αστεία μαμά, μου είπε σοβαρός ο Πάνος.
-Πού είναι το γατάκι; ρώτησα τα υπόλοιπα παιδιά, με την ελπίδα, ότι πηγαίνοντας να το δω, ίσως προλάβαινα να το σώσω. Σκέφτηκα ότι ίσως ζούσε ακόμη. Ισως ήταν λιπόθυμο.
-Είναι στον κάδο των σκουπιδιών, είπε η Μαρία.
-Μα γιατί; Πώς το κάνατε αυτό; Μπορεί να είναι ζωντανό. Πώς το πετάξατε, σαν να είναι ένα σκουπίδι; είπα αγανακτισμένη και χωρίς να σκέφτομαι ότι είχα υψώσει ήδη την φωνή μου σε ξένα παιδιά.
-Το πέταξε η μαμά μου για να μην το δει η Αννα και στενοχωρηθεί, είπε ο μικρός Χρήστος.
-Η μαμά σου;
Μα τί γινόταν εδώ πέρα; Οσα άκουγα ήταν αλήθεια και τόσο σοβαρά, όπως τα έλεγαν τα παιδιά; Αν το πέταξε η Βάσω, η μαμά του Χρήστου σημαίνει ότι στ' αλήθεια το γατάκι είχε πεθάνει. Εκείνη θα καταλάβαινε αν ήταν ζωντανό.
Ενιωσα ότι οι ελπίδες μου για να είναι ζωντανό το γατάκι, χάθηκαν. Επρεπε να κρατήσω τον κόμπο που μ' έπνιγε στο λαιμό και να εμποδίσω τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να κυλήσουν στα μάτια μου. Επρεπε να φανώ δυνατή χάρη της κόρης μου και των άλλων παιδιών.
Εσφιξα πιό δυνατά την Αννα στην αγκαλιά μου χωρίς να μπορώ να της πω τίποτα παρηγορητικό. Ηταν καλύτερο να την αφήσω να ξεσπάσει. Μόνο την χάιδεψα τρυφερά σαν να της έλεγα:
<< Καταλαβαίνω πόσο λυπάσαι. Καταλαβαίνω πόσο σου λείπει γιατί λείπει και σε μένα>>.
Δεν είπα τίποτα όμως. Μόνο ζήτησα να μάθω λεπτομέρειες.
-Μα πώς είναι δυνατόν; Εγώ είχα δει την Μαργαρίτα που το κρατούσε με τις ώρες στην αγκαλιά της και το χάιδευε. Την είχα δει ακόμη, να δίνει απ' το δικό της ψωμάκι στο γατάκι. Παρ' όλο που μένει μακριά απ' τη γειτονιά μας, από τότε που είδε το γατάκι δεν έφευγε από κοντά του και πάντα του έδινε απ' το ψωμάκι της.... Πώς έγινε αυτό; ρώτησα τα παιδιά ξαφνιασμένη.
-Κι εμείς απορήσαμε, είπε η Μάγδα.
-Κορίτσια κρατήστε συντροφιά στην Αννα, να κατέβω λίγο κάτω. Θέλω να βρω την Μαργαρίτα.
-Ναι, ναι. Να την δείρετε κυρία Ελπίδα, είπαν κάποια παιδιά.
-Την μαλώσαμε κι εμείς είπε η Μαρία, αλλά αυτή δεν στενοχωριέται.
-Κρίμα είχαμε μαζέψει και λεφτά για το εμβόλιο, είπε η Μάχη.
-Γυρίζει μόνη της, σα χαζό και δεν μας λέει πως έγινε, είπε πάλι η Μάχη.
Ημουν πολύ νευριασμένη με την μικρή Μαργαρίτα δεν άντεχα ν' ακούσω άλλα απ' τις συζητήσεις των παιδιών και κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες του σπιτιού μου.
Κάπου εκεί στο τελευταίο σκαλοπάτι, συνειδητοποίησα ότι μου είχε φύγει ο θυμός. Κάτι άλλο είχε πάρει την θέση του, μα δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Ημουν πολύ μπερδεμένη.
Στον πεζόδρομο κάτω απ' τα αραιά κλωνάρια, ενός μικρού δέντρου, βρήκα την Μαργαρίτα να με κοιτάζει ανέκφραστη.
-Ελα εδώ, Μαργαρίτα. Είναι αλήθεια, αυτό που μου είπαν τα παιδιά;
-.....
-Τι το έκανες το γατάκι; Ηταν βρώμικο και το έκανες μπάνιο. Μετά τί έπαθε;
-Δεν τ' αγαπούσες;
-....
Η μικρή με κοίταζε σοβαρή και μ' ένα ύφος αγριεμένο. Καθόλου φοβισμένο. Τίποτα στο αγγελικό προσωπάκι της δεν έδειχνε φόβο, λύπη ή δάκρυ γι' αυτό που έκανε ή για το ότι εγώ την μάλωνα.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, η αντίδραση της μικρής. Για μια στιγμή της ύψωσα την φωνή, γιατί μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν μ' ακούει και δεν προσέχει αυτά που εγώ της λέω.
-Μαργαρίτα, σου μιλάω. Μ' ακούς; Σε σένα μιλάω.
-....
Οση ώρα δοκίμαζα τα νεύρα μου και τα συναισθήματά μου, απάντηση δεν πήρα σε καμία μου ερώτηση. Είδα μόνο την Μαργαρίτα, να μου γυρίζει αδιάφορα την πλάτη και να πηγαίνει αργά αργά στο σπίτι της.
Νευρίασα και η πρώτη σκέψη ήταν να την ακολουθήσω και να τα πω όλα στους γονείς της. Δεν το έκανα όμως. Κάτι με αφόπλισε. Ισως η σιωπή της. Μια σιωπή που εμένα όμως, μου μιλούσε βαθιά μέσα μου και... Ναι! Μου έλεγε πολλά.
Παρ' όλα αυτά, επειδή είχα αγανακτήσει με την άδοξη αυτή κατάληξη του γατιού, ξέσπασα και της είπα νευριασμένη.
-Μη σε ξαναδώ στην αυλή μου, αλίμονό σου.
Γυρίζοντας για το σπίτι, είδα την μαμά του Χρήστου που άπλωνε ρούχα.
-Γειά σου, Βάσω.
-Γειά σου Ελπίδα. Πότε γυρίσατε;
-Πριν λίγο, απάντησα χωρίς να έχω την δύναμη να την ρωτήσω να μου πει τι έγινε.
-Εμαθες για το γατάκι; με ρώτησε εκείνη από μόνη της.
-Είναι αλήθεια;
-Δυστυχώς. Είχα και δουλιές και δεν πρόλαβα να το θάψω. Εγώ το πέταξα, για να μην το βλέπουν τα παιδιά και στεναχωριούνται.
-Ηταν σίγουρα πνιγμένο; τη ρώτησα σαν παιδί που ήταν έτοιμο να ξεσπάσει σε κλάματα.
-Εσύ τι λες. Θα το πετούσα αν δεν ήταν.
-Και πώς έγινε; Πώς μπόρεσε; Εκείνο πάλι δεν αντέδρασε;
-Πώς ν' αντιδράσει; Πώς να βγει απ' τον κουβά μόνο του; Εγώ την είδα που έκανε ποδήλατο. Πού να ήξερα ότι ξέχασε το γατί μέσ' το νερό; Οταν πήγα αργότερα να του δώσω να φάει, το είδα.
-Θεέ μου! Πώς το ξέχασε;
-Οπως ξεχνάνε όλα τα παιδιά, όταν πρόκειται για παιχνίδι...είπε η Βάσω κουνώντας το κεφάλι.
Ανέβηκα προβληματισμένη και στενοχωρημένη στο σπίτι. Τα παιδιά ήταν όλα στο μπαλκόνι. Από κει με παρακολουθούσαν, όταν κατέβηκα κάτω. Ηθελαν να πάρουν ικανοποίηση. Ηθελαν να δουν αν θα χτυπήσω την Μαργαρίτα.
Να τη χτυπήσω; Με ποιό δικαίωμα; Δεν ήταν δικό μου παιδί. Αλλωστε και δικό μου να ήταν τα παιδιά δεν τα χτυπούν. Το ξύλο είναι βία.
Οχι. Την Μαργαρίτα δεν την έδειρα κι ας απογοήτεψα τα άλλα παιδιά. Τη Μαργαρίτα μόνο τη μάλωσα. Μήπως όμως θα έπρεπε να κάνω κάτι άλλο; Μήπως θα έπρεπε να την αγκαλιάσω;
Απ' τα λόγια της Βάσως δεν υπήρχαν ελπίδες. Το γατάκι ήταν σίγουρα νεκρό. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πια γι' αυτό. Θα ήθελα να πάω να το δω. Να το φροντίσω. Να το θάψω κάπου στο χώμα και να του βάλω πάνω ένα σταυρό, όπως είχα κάνει κάποτε στην γάτα μου την Γκλώρη....
Δεν είχα την δύναμη όμως. Αλλωστε το γατάκι ήταν μέσ' τον κάδο των σκουπιδιών του Δήμου και σίγουρα θα το είχαν σκεπάσει τα σκουπίδια.
Εκείνη την στιγμή όμως η ψυχολογία μου δεν μου επέτρεπε να κάνω τίποτα. Αυτή την στιγμή μπορούσα μόνο να κάνω κάτι άλλο: Να τρέξω κοντά στα παιδιά. Με χρειάζονταν και έπρεπε εφ' όσον είμαι μεγάλη να είμαι η δυνατή.
Πόσο θα ήθελα εκείνη τη στιγμή να ήμουν κι εγώ μικρή, να χωθώ στην αγκαλιά της Αννας και να κλάψω κι εγώ σαν μωρό παιδί!
Στ' αυτιά μου βούιζαν τα λόγια της Βάσως και στα μάτια μου έβλεπα το ανέκφραστο πρόσωπο της μικρής Μαργαρίτας.
Τα παιδιά πήγαν στο δωμάτιο της Αννας. Αλλα την χάιδευαν, άλλα την αγκάλιαζαν, άλλα την φιλούσαν κι άλλα της σκούπιζαν τα δάκρυα.
Μου θύμισαν σκηνή κηδείας από μεγάλους. Σαν αυτή που κάποιοι κλαίνε, κάποιοι παρηγορούν γιατί κάποιος έφυγε. Ναι. Και οι μικροί
<< μεγάλοι >> της γειτονιάς αυτό έκαναν. Πενθούσαν κάποιον που έφυγε και παρ' όλο που πονούσε το ίδιο σε όλους αυτή η απουσία, παρηγορούσαν την Αννα γιατί αυτή ήταν υπερβολικά ευαίσθητη και εκείνη την στιγμή είχε ανάγκη αυτή την παρηγόρια.
Μα είχαν μάθει τόσα πράγματα αυτά τα παιδιά; Το γατάκι τα έκανε να είναι λειτουργικά στο παιχνίδι και στην φροντίδα; Ημουν σίγουρη γι' αυτό γιατί έβλεπα καθαρά την αλλαγή στην συμπεριφορά τους. Την συμπόνοια στον πόνο του άλλου όμως, ποιός τους την έμαθε; Κι αυτό το γατάκι πόσα πράγματα ακόμη τους είχε μάθει, που εγώ δεν ήξερα;
-Μην κλαις Αννα, παρηγορούσε ο επτάχρονος Χρήστος. Θα βρούμε άλλο γατάκι.
-Δεν θέλω άλλο. Αυτό θέλω, είπε η Αννα νευριασμένη.
Ο Πάνος καθόταν αμίλητος σκεφτικός και στεναχωρημένος σε μια γωνιά. Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι. Είναι η πρώτη φορά, που παρακαλούσα από μέσα μου: << Ας κλάψει κι αυτός, να ξεσπάσει >>.
Είχε αρχίσει εδώ και καιρό να το παίζει
<< μεγάλος >> και δεν ήθελε να κλάψει μπροστά στα παιδιά. Παρ' όλο που υπήρχαν και μεγαλύτερα και δεν θα τον παρεξηγούσαν. Είχε αρχίσει να ωριμάζει και να φέρνεται σαν άντρας από τότε που μαζί με την Αννα και την Αρτεμη ορκίστηκε για κάποιο μυστικό.
-Γιατί δεν την δείρατε κυρία Ελπίδα; με ρώτησε η Αθηνά.
-Πώς να την δείρω; Με ποιό δικαίωμα; Ετσι χτυπούν τα ξένα παιδιά; Αλλωστε με το ξύλο το γατάκι θα ζωντάνευε;
-Οχι..., είπε η Αθηνά και κοκκίνησε γι αυτό που είπε.
-Ε! Τότε δεν θα την μιλάμε. Να μάθει! είπε η Μάχη.
-Και να μην την παίζουμε, είπε η Μαρία.
-Ναι. Να μην την παίζει κανένας, είπε η Αννα που ξαφνικά μετά από τόσο μοιρολόι βρήκε την φωνή της.
Νευρίασα ακούγοντας την κόρη μου, μα έκρινα πως ήταν λάθος στιγμή για να τη μαλώσω.
-Λοιπόν, σταματήστε την συζήτηση, είπα αποφασιστικά. Απ' ότι βλέπετε γύρω σας, υπάρχουν παιχνίδια πολλά. Πάρτε και παίξτε, όλοι μαζί. Ετσι θα ξεχάσει και η Αννα κι εσείς. Σταματήστε να συζητάτε για το γατάκι και για την Μαργαρίτα. Αυτό θα το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή που θα είμαστε όλοι πιό ήρεμοι.
Αφησα τα παιδιά να παίξουν και ασχολήθηκα λίγο με τις δουλειές του σπιτιού. Ηθελα να ξεχάσω κι εγώ. Να ηρεμήσω. Να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου.
Δεν τα κατάφερα όμως. Απ' το μυαλό μου είχε φύγει ο πόνος της Αννας. Είχε φύγει ακόμη και ο πόνος, για το γατάκι της αυλής. Είχε μείνει κάτι πιό δυνατό που τα σκίαζε όλα. Είχε
μείνει ένας άλλος πόνος και η Μαργαρίτα. Ναι. Αυτή μόνο και η συμπεριφορά της.
Η Μαργαρίτα! ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρονών από πολλή φτωχή οικογένεια. Ο μπαμπάς της παρών -απών. Η μαμά της κάνει κάποια μεροκάματα καθαρίζοντας σπίτια. Εχει άλλα πέντε αδέλφια μικρότερα και μεγαλύτερα απ' αυτήν. Ολη μέρα είναι έξω και παίζει. Προτιμάει τη γειτονιά μας γιατί έχει πολλά παιδιά. Ερχεται πολύ συχνά.
Αν δεν βρει παιδιά παίζει με τα αδέσποτα γατάκια ή σκυλάκια που βρίσκονται κατά καιρούς
στη γειτονιά μας.
Ετσι και σήμερα. Ηρθε πρωί, δεν βρήκε παιδιά έξω, πήγε στο γατάκι, ίσως του έδωσε πάλι να φάει απ' το ψωμάκι της, θέλησε να το κάνει μπάνιο κι ενώ το έπλενε, είδε ξεχασμένο το ποδήλατο του μικρού Πάρη στη διπλανή αυλή και
αυτό ήταν όλο. Αφησε το γατάκι κι έτρεξε να κλέψει λίγες στιγμές ευτυχίας που στ' άλλα
παιδιά περισσεύουν. Κι' εγώ τη μάλωσα για το γατάκι!
Απόρησα με τον εαυτό μου. Πώς μπόρεσε και με παρέσυρε η αντίδραση των παιδιών; Και γιατί ένιωθα ακόμα παγιδευμένη;


Τα παιδιά ξέρουν καλύτερα



Κάποια στιγμή βγήκα στο μπαλκόνι να τινάξω την άμμο που είχε μείνει μέσ' τις τσάντες μας απ' το ταξίδι που μου θύμιζε το πόσο ωραία περάσαμε το Σαββατοκύριακο κοντά στην θάλασσα.
Κοιτάζοντας στον κήπο είδα ένα τσούρμο παιδιά να κόβουν τα αγαπημένα μου τριαντάφυλλα. Αν ήταν κάποια άλλη στιγμή, σίγουρα θα τα μάλωνα. Τώρα όμως, δεν μπορούσα να το κάνω. Τα παιδιά ήταν στεναχωρημένα. Εμεινα μόνο εκεί από περιέργεια για να δω γιατί γινόταν αυτή η λεηλασία στον κήπο μου.
Είδα ότι κάθε ένα παιδί κρατούσε κι από ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και μετά όλα μαζί έφυγαν απ' τον κήπο. Η ματιά μου, δεν μπορούσε να τα παρακολουθήσει πια και πήγα απ' το άλλο μπαλκόνι για να δω καλύτερα. Ημουν περίεργη να δω τι θα τα έκαναν. Μήπως τα χάριζαν σε κάποιον; Και ποιός ήταν αυτός;
Είδα τα παιδιά να προχωρούν προς τον κάδο σκουπιδιών του Δήμου. Τότε κατάλαβα τι θα έκαναν. Είδα την Μάγδα ν' ανοίγει τον κάδο και να ρίχνει μέσ' τα σκουπίδια, εκεί που ήταν το νεκρό γατάκι, το δικό της τριαντάφυλλο. Μετά συνέχισε να κρατάει τον κάδο ανοιχτό, μιας και ήταν η μεγαλύτερη και τα υπόλοιπα παιδιά στην σειρά που μόνα τους είχαν βάλει, να περνούν και να ρίχνουν το δικό τους τριαντάφυλλο σαν φόρο τιμής στο γατάκι της αυλής.
Δάκρυα ένιωσα να υγραίνουν τα μάγουλά μου. Τα μάτια μου τα είχε σκεπάσει μια ομίχλη. Δεν έβλεπα πια. Μόνο σκεφτόμουν ότι αυτά τα παιδιά είναι πολύ ευαίσθητα. Αυτές οι αθώες παιδικές ψυχούλες έχουν τόσο καλοσύνη και αγάπη μέσα τους. Αραγε τι μέλλον τους περιμένει; αναρρωτήθηκα μόνη μου.
Πρέπει να έμεινα πολλή ώρα εκεί στο μπαλκόνι, βυθισμένη στις σκέψεις μου, γιατί όταν συνήλθα άκουσα τα παιδιά να είναι στο άλλο μπαλκόνι.
Τα παιδιά ανέβαιναν κατέβαιναν και πήγαιναν στο δωμάτιο της Αννας ή στο μπαλκόνι. Παρ' όλο που είχα αρχίσει να νευριάζω πολύ δεν μίλησα. Ευτυχώς είχε περάσει η ώρα κοινής ησυχίας.
Σήμερα ήταν η μέρα της Αννας. Οχι δεν γιόρταζε. Είχε πένθος κι όλα τα παιδιά της γειτονιάς, ήρθαν να την παρηγορήσουν. Ακόμη και αυτά που δεν την έπαιζαν μερικές φορές. Κάποια στιγμή άκουσα φωνές. Ετρεξα στο μπαλκόνι.
-Μπράβο, Μάγδα. Είσαι προδότρια, είπε κάποιο παιδί.
-Μαργαρίτα θα σε σκοτώσω στο ξύλο, άμα σε πιάσω, είπε κάποιο κορίτσι που δυστυχώς για μένα, η φωνή αυτή μου ήταν πολύ γνωστή. Ηταν της Αννας. Αυτό με ντρόπιασε. Τόσο μίσος πού το βρήκε το παιδί μου; Η Αννα την αγαπούσε πολύ την Μαργαρίτα. Πολλές φορές που την έβλεπα να παίζει με τις ώρες μαζί της, τη ρώταγα:
<< Γιατί δεν παίζεις με μεγαλύτερα παιδάκια που είναι και της ηλικίας σου; >>
<< Την αγαπάω σαν αδερφούλα μου μαμά. Μ' αρέσει να την φροντίζω, να την παίζω, να της μαθαίνω τραγούδια και να την διαβάζω >>, μου απαντούσε.
Τώρα πού είχε πάει αυτή η αγάπη;
Κοίταξα στον πεζόδρομο και είδα την Μάγδα να κρατάει απ' το χέρι την μικρή Μαργαρίτα και να κάνουν βόλτες πάνω κάτω. Τότε κατάλαβα τι ήταν αυτό που είχε εξαγριώσει τα παιδιά. Η Μάγδα μόλις με είδε, άφησε την Μαργαρίτα και ήρθε επάνω. Ντράπηκε γι' αυτό που έκανε. Ηρθε να μου δικαιολογηθεί.
-Κυρία Ελπίδα, τι να το κάνω το καημένο; Το λυπάμαι μόνο του. Δεν το παίζει κανένας, μου δικαιολογήθηκε η Μάγδα.
-Οχι κορίτσι μου, μη δικαιολογείσαι. Καλά έκανες. Μπράβο σου! Αυτό είναι το σωστό. Είσαι μεγαλύτερη και καταλαβαίνεις περισσότερα πράγματα απ' τ' άλλα τα παιδιά. Αλλά κι εγώ μπερδεύτηκα. Απ' τη μια η Αννα, τα παιδιά, το γατάκι, ο θυμός για τη Μαργαρίτα... Σ' ευχαριστώ Μάγδα μου που με βοήθησες να ξεμπλοκάρω...
- Μα.... κυρία Ελπίδα....γιατί το λέτε αυτό;
-Ξέρω κορίτσι μου γιατί το λέω... και τα μάτια μου άρχισαν να με προδίδουν.
Αγκάλιασα τη Μάγδα που άδικα προσπαθούσε να με καταλάβει. Τα παιδιά με κοίταζαν ξαφνιασμένα. Η Αννα με κοιτούσε στα μάτια σαν να με ρωτούσε:
<< Δεν σε νοιάζει για μένα; Την Μαργαρίτα σκέφτεσαι;>> Επιασα τα βουβά λόγια της και απευθύνθηκα σ' αυτή.
-Ναι Αννα μου. Καλά έκανε. Το γατάκι χάθηκε πια. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να το φέρουμε πίσω. Εκείνο που μας ενδιαφέρει τώρα είναι η Μαργαρίτα. Αυτή πρέπει να βοηθήσουμε.
Αλλωστε δεν το έκανε επίτηδες. Απ' αγάπη το έκανε μπάνιο κι απ' αγάπη για το παιχνίδι - ένα ποδήλατο που δεν έχει, ενώ εσείς έχετε - το ξέχασε.
-Να την βοηθήσουμε είπες; Απ' αγάπη το έκανε; ρώτησε η Αννα. Γιατί;
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω, γιατί με πρόλαβε ο Πάνος που είχε να μιλήσει ώρες:
-Για να πνίξει και τα υπόλοιπα γατάκια της γειτονιάς.
-Ασε τ' αστεία Πάνο. Ισχύουν και για σένα αυτά που λέω, αλλά και σε όλους σας, είπα κοιτάζοντας τα υπόλοιπα παιδιά. Μετά στράφηκα προς την Αννα:
-Ναι Αννα μου, να την βοηθήσουμε. Πρέπει να της εξηγήσουμε ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό και να της δείξουμε αγάπη. Είναι πολύ μικρούλα
κι έχει ανάγκη απ' την αγάπη μας. Μη ξεχνάς, ότι δεν πρέπει ν' αγαπάμε μόνο τα γατάκια, αλλά
πρώτα απ' όλα, τα παιδάκια.
Αυτά και πολλά άλλα τους είπα με την ευκαιρία που μου έδωσε η Μάγδα, γιατί νωρίτερα κάπου είχε σταματήσει το μυαλό μου.
Τα παιδιά με κοίταζαν αμίλητα. Της Αννας τα δάκρυα είχαν πια στεγνώσει. Τα παιδιά ίσως δεν κατάλαβαν καλά αυτά που έλεγα ή αυτά που εννοούσα, μα αντέδρασαν θετικά στα λόγια μου.
-Αφήστε λοιπόν τις κλάψες και τα μνημόσυνα και κατεβείτε στην αυλή να παίξετε. Ξεχάστε το δυσάρεστο τέλος απ' το αγαπημένο σας γατάκι και παίξ'τε όλα μαζί με την Μαργαρίτα. Δείξτε της αγάπη και τρυφερότητα. Πρέπει. Την έχει ανάγκη. Βοηθήστε την και έτσι θα καταλάβει ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό.
Τα παιδιά δεν απάντησαν. Τα είδα αμίλητα να φεύγουν ένα ένα.
Αργότερα βγήκα στο μπαλκόνι και είδα όλα τα παιδιά να παίζουν κρυφτό. Είδα με μεγάλη μου χαρά, την Αννα να κρατάει απ' το χεράκι την Μαργαρίτα και να κρύβονται μαζί, πίσω από το σωρό των ξύλων για το τζάκι.
Οχι. Δεν τις μαρτύρησα. Μόνο ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια μου.
Ισως ήταν, για το γατάκι που χάθηκε. Ισως ήταν απ' την χαρά που τα παιδιά τα βρήκαν με την Μαργαρίτα και φέρνονταν σ' αυτό το κοριτσάκι, όπως παλιά. Ισως ήταν για το ίδιο το κοριτσάκι που ότι έκανε το έκανε απ' αγάπη. Ισως και κάποιο σκουπιδάκι.... να μπήκε στα μάτια μου.


Η Αρτεμις γύρισε μετά από μια βδομάδα, από την κατασκήνωση. Ετρεξε να βρει το γατάκι. Εμαθε τί του συνέβει και στεναχωρέθηκε πολύ. Οχι δεν έκλαψε, τουλάχιστον μπροστά μας. Αν και μικρή σε ηλικία η φτωχική ζωή της, της έχει μάθει πολλά.
Η Αρτεμις δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Μαργαρίτα ξέχασε το γατάκι στον κουβά. Την κατάλαβε όμως αργότερα, όταν την είδε πόσο χαρούμενη ήταν που είχε δικό της ποδήλατο.
Ξεχνούσε και να φάει ακόμα. Αλλωστε ήξερε καλά τι πάει να πει φτώχεια και ποδήλατο...


Ηρθε ο Σεπτέμβρης και τα σχολεία άνοιξαν. Μια μέρα είδα την Μαργαρίτα στην αυλή μου. Ηταν χαρούμενη. Κρατούσε στην αγκαλιά της, ένα ολόασπρο γατάκι. Είναι δικό της. Οχι, αυτό δεν κινδυνεύει. Τώρα η Μαργαρίτα ξέρει. Κατάλαβε ότι αυτό που έκανε, δεν ήταν σωστό.
Φορούσε ένα άσπρο μακρύ φουστανάκι. Της ήταν λίγο μεγάλο, αλλά, με τα ξανθά της τα μαλλάκια, έμοιαζε με αγγελουδάκι.
- Γειά σου Μαργαρίτα. Τι κάνεις; την ρώτησα.
- Κοίτα. Εχω ωραία παπούτσια. Καινούρια, μου είπε με καμάρι.
- Με γειά σου, Μαργαρίτα. Είσαι πολλή όμορφη.
Την είδα να μου χαμογελά και να σκύβει το κεφαλάκι της. Επιτέλους αυτό το προσωπάκι, άρχισε να παίρνει έκφραση.
-Πού είναι η Νάνα; με ρώτησε και εννοούσε την Αννα, γιατί δεν μπορούσε να πει καθαρά το όνομά της.
-Διαβάζει. Την θέλεις;
-Θα βγει να παίξουμε;
-Σε λίγο που θα τελειώσει το διάβασμα, θά' ρθει κάτω να παίξετε, της είπα.
- Θα την περιμένω, μου είπε και κάθησε στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας με το γατάκι αγκαλιά.


Πήγα στο δωμάτιο της Αννας. Η Αννα σκυμμένη πάνω στο γραφείο της, διάβαζε την Ιστορία του σχολείου της.
-Αννα μου, κατέβα λίγο να παίξεις με τη Μαργαρίτα. Κάνε ένα μικρό διάλλειμα και μετά συνεχίζεις πάλι.
- Μα μαμά, έχω πολλά. Πότε θα τα τελειώσω;
Ηξερα ότι είχε πολλά. Τώρα ειδικά που γράφτηκε και σε δεύτερη ξένη γλώσσα, είναι πολύ φορτωμένη.
-Θα σε βοηθήσω κι εγώ, της είπα. Πήγαινε και σε περιμένει το κοριτσάκι στις σκάλες.
-Στις σκάλες; είπε η Αννα και δεν κατάλαβα για πότε, βρέθηκε κοντά της.
Βγήκα στο μπαλκόνι και τις είδα και τις δυο, να κάθονται στα σκαλοπάτια, με τα γατάκια τους αγκαλιά και να τραγουδούν. Η Αννα είχε τον Εντουαρτ και η Μαργαρίτα το δικό της, την Τζίνα. Τα παιδιά λένε ότι ο Εντουαρτ και η Τζίνα έγιναν ζευγάρι και απ' αυτούς γεννήθηκε η Τζούλη. Το πιστεύω γιατί του μοιάζει. Μπορεί να είναι άσπρο και όχι γκρίζο, αλλά το τρίχωμά του είναι μακρύ, σαν του Εντουαρτ. Ετσι με την Μαργαρίτα γίναμε και συγγενείς.
Τα κορίτσια τραγουδούσαν το:

<< Ηταν ένα μικρό καράβι...
που ήταν α, α, α αταξίδευτο...>>

Κοίταζα τα δυο κορίτσια. Το ένα τεσσάρων χρονών, η Μαργαρίτα. Το άλλο περίπου έντεκα, η κόρη μου η Αννα. Ισως την άλλη μέρα η κόρη μου, να μην ήξερε καλά τα μαθήματά της στο σχολείο. Αυτό άλλες φορές θα με στενοχωρούσε. Τώρα όμως όχι, γιατί ξέρω πως η κόρη μου κοντά στην Μαργαρίτα, έκανε το καλύτερο μάθημα. Δείχνοντας την αγάπη της στην Μαργαρίτα, έγινε ήδη δασκάλα, έστω και χωρίς πτυχίο.
Η μαθήτριά της ένα τετράχρονο φτωχό κοριτσάκι με αγράμματους γονείς και άλλα πέντε αδέλφια. Της μαθαίνει να γράφει και να ζωγραφίζει. Της μαθαίνει τραγούδια και παραμυθάκια. Της μαθαίνει ότι μπορεί με την αθώα παιδική της γνώση και αγάπη. Τι το καλύτερο;
Η Αννα κοντά στην Μαργαρίτα, πήρε ένα άλλο πτυχίο, πολύ ανώτερο απ' τα γράμματα. Το πτυχίο της << ανθρωπιάς >>.
Επειδή όμως στην ζωή, έχει μεγάλη δύναμη και το πτυχίο των γραμμάτων, η Αννα τώρα τα συνδύασε και τα δυο. Πολλές φορές που έχει πολύ διάβασμα και δεν μπορεί να παραμελήσει τα μαθήματά της, παίρνει την Μαργαρίτα στο δωμάτιό της. Την βάζει να καθήσει σ' ένα κουκλίστικο καρεκλάκι και τραπεζάκι που έχουμε για να κάθονται οι κούκλες της. Κατεβάζει στο πάτωμα τις κούκλες της και κάθεται η Μαργαρίτα. Αλλωστε κούκλα είναι κι αυτή και μάλιστα ζωντανή. Με καρδιά, ψυχή και αισθήματα. Δεν συγκρίνεται με καμιά ψεύτικη κούκλα, όσο ακριβή κι αν είναι.
Η Αννα της δίνει να ζωγραφίσει ή να μάθει να γράφει τα πρώτα της γράμματα. Για βραβείο που είναι καλή μαθήτρια, της δίνει φεύγοντας και από ένα παιχνίδι.
Ετσι η Μαργαρίτα τώρα, δεν ξεκολλάει από κοντά μας και το κυριότερο, άρχισαν να της αρέσουν τα γράμματα. Ποιός ξέρει; Ισως κάποτε γίνει και δασκάλα.
Εγώ από πλευρά μου, χαίρομαι που το παιδί μου βαδίζει στο σωστό δρόμο. Κοντά σ' αυτήν ζηλεύει και ο Πάνος και φωνάζει και τον Στάθη, τον αδελφό της Μαργαρίτας, να διαβάσουν μαζί.
Τα άλλα παιδιά τα φωνάζω εγώ Σαββατοκύριακα, όταν έχω χρόνο. Είναι ωραίο πράγμα να είσαι
<< άνθρωπος >>. Κι έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη από ανθρώπους!


Φεύγοντας ένα βράδυ η Μαργαρίτα απ’ το
<< μάθημα >>, μαζί με τα κατσαρολικά που ήταν το βραβείο που της έδωσε η << δασκάλα της >>, κρατούσε και μια μεγάλη κόλα από χαρτί.
-Τί είναι αυτό Μαργαρίτα; την ρώτησα. Ελεγχος;
Δεν μου απάντησε. Μόνο μου έδωσε την κόλα της να την δω, ενώ έβαζε το δαχτυλάκι της στο στόμα όπως κάνουν τα μωρά όταν ντρέπονται.
Ξεδίπλωσα την κόλα και είδα μία λέξη που την είχε γραμμένη η Αννα με αραιά, μεγάλα γράμματα με διπλή γραμμή. Μέσα είχε αφήσει ένα κενό που έπρεπε να το ζωγραφίσει η Μαργαρίτα, με διάφορα χρώματα. Επειδή δεν είχε γεμίσει όλα τα γράμματα, πήρε την εργασία της να την τελειώσει στο σπίτι.
Η λέξη αυτή είναι πολύ γνωστή σε μας, αλλά πολύ καινούρια και δύσκολη για την μικρή Μαργαρίτα. Αυτή την λέξη, τώρα αρχίζει να την μαθαίνει στο χαρτί και στην ζωή. Ηταν η λέξη:


<< α γ ά π η >>